Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΨΑΡΕΜΑ ?

.
Κοιτάζω δίπλα μου το ρολόι και βλέπω ότι είναι έξη το απόγευμα. Τεντώνομαι, τραβιέμαι και αργά αργά αφήνω το κρεβάτι μου και την μεσημεριάτικη καλοκαιριάτικη ραστώνη.

Κατεβαίνω στην μπροστινή βεράντα , … δεν είναι και πρωτότυπο άλλωστε όλο σε αυτή κάθομαι , … και σιγοπινω τον καφέ μου.
Ανάβω την πίπα μου και κοιτάζω την ξαναμμένη από την μεσημεριανή φρεσκαδούρα θάλασσα να ηρεμεί σίγα σιγά.
Ο μπάτης του μεσημεριού, αυτός που μας δρόσιζε νωρίτερα, όταν κάτω από τον γέρικο ευκάλυπτο σιγοπίναμε το ούζο μας τρώγοντας κάποιους μεζέδες, είχε ήδη ξεθυμάνει.

Γατόνι πάμε για ψάρεμα με το «ΓΑΤΟΝΙ» ? της λέω .
Σε λίγο θα είναι λαδιά …
Σε δέκα θα είμαι έτοιμη μου λέει, και όντως ήταν έτοιμη.

Περνάμε με το «ΓΑΤΟΝΙ» ανοιχτό από το λιμάνι.
Είναι βλέπεις ξένερα στον κάβο πριν από το λιμάνι και οι συρτές που έχουμε ήδη ρίξει πίσω μας μπορεί να αγκυλώσουν στις πέτρες του βυθού.
Τα νερά μετά βαθαίνουν και μέχρι το μεγάλο αυλάκι θα είμαστε αφοσιωμένοι μόνο στις συρτές μας.

Είχαμε λοιπόν ρότα για το μεγάλο αυλάκι, όταν ανοιχτά απ το λιμάνι αισθάνθηκα το πρώτα χτύπημα. Δεν είχε πιαστεί ακόμα τίποτα αλλά κάποιο κυνηγόψαρο είχε χτυπήσει το δόλωμα μου.

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το γατόνι τινάζεται πάνω και μου φωνάζει. Κοίτα … κοίτα το καλάμι μου τραβάει πολύ .
Κόβω αμέσως τη μηχανή και παίρνει το καλάμι στα χέρια της.
Ούτε λόγος να αγγίξω εγώ το καλάμι της. Είναι το δικό της ψάρι αυτό στην άκρη της πετονιάς.
Μη βιάζεσαι της λέω, αν τραβάει πολύ θα είναι μεγάλο και είναι καλύτερα να το κουράσεις πρώτα.
Στην περιοχή αυτή έχει πάντα λαβράκια, και ….. πριν τελειώσω την φράση μου, το δικό μου καλάμι αρχίζει να γέρνει προς την θάλασσα.
Έχει σίγουρα κάτι τσιμπήσει της λέω, και ενώ η βάρκα, το «ΓΑΤΟΝΙ» δεν έχει καλά καλά σταματήσει ακόμα, το άλλο το γατόνι και εγώ μαζεύουμε ο κάθε ένας την πετονιά του.
Σε λίγο η πρώτη οπτική επαφή με το «τέρας» που βρισκόταν αγκιστρωμένο στην άκρη του καλαμιού της επιβεβαιώνει τις προσδοκίες μας. Σίγουρα πέσαμε πάνω σε λαβράκια που κυνηγάνε.
Άλλωστε 150 μέτρα στα αριστερά μας οι γλάροι έχουν στήσει το δικό του χορό.
Όταν πια φέραμε τα δυο λαβράκια μας στο «ΓΑΤΟΝΙ» περίπου ένα με ενάμισι κιλό το κάθε ένα, ετοιμαστήκαμε να ξαναρίξουμε στις συρτές.
Θα στρίψω της λέω και θα ξαναπεράσω πάνω από το μέρος που χορεύουν οι γλάροι.
Βλέπεις στον αέρα είναι οι γλάροι που βουτάνε στο νερό και αρπάζουνε ψάρια από το κοπάδι που ανεβαίνει στην επιφάνεια για να γλιτώσει από τα λαυράκια που το κυνηγάνε από κάτω.

Ξαναπεράσαμε αρκετές φορές πάνω από το ίδιο μέρος, λίγο πιο δεξιά την μια, λίγο πιο αριστερά την άλλη, πιο βαθειά ή πιο ρηχά.

Σε μερικά περάσματα, πότε ο ένας πότε ο άλλος μάζευε την συρτή του γιατί στην άκρη της τη βάραινε ένα ακόμα λαυράκι.

Ίσως επειδή στα τελευταία πέντε περάσματα τίποτα πια δεν ανησύχησε τις συρτές μας, πρότεινα να σταματήσουμε να επιμένουμε και να πάμε προς το μεγάλο αυλάκι.

Εδώ, πήραμε έξη λαυράκια αλλα τα άτιμα κολυμπάνε, δεν κάθονται συνέχεια στο ίδιο μέρος.

Είναι όμως αρκετή ώρα που ψαρεύουμε και ήδη σκοτείνιασε αρκετά. Τι θα έλεγες να γυρίσουμε ? .
Ναι έχεις δίκιο της λέω είναι σχεδόν οκτώ.
Πάμε για ένα ούζο στο λιμάνι, το μεγάλο αυλάκι θα περιμένει .
Και αύριο ημέρα είναι.
.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

ΕΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΧΤΑΚΙ .

.
Έχω, ξέρεις, ένα μικρό κληρονομικό διχτάκι .
Το κληρονόμησα από τον πατέρα μου και το προσέχω σαν τα μάτια μου.
Σήμερα είναι βέβαια παράνομο, είναι αράχνης, μανό μέσα έξω, αλλά τι να κάνω αυτό κληρονόμησα.
80 μέτρα δίχτυ αράχνης μανό.
Έτσι και αλλιώς όλα τα δίχτυα απαγορεύονται πια στους ερασιτέχνες, δεν θα πάω να αγοράσω τώρα άλλα.

Με κοίταζε με έκπληξη, με τα ματιά ορθάνοικτα και μου λέει:
έλα … που το έχεις, … πάμε να το ρίξουμε ? …

Εγώ για να αποφύγω την μανούβρα της λέω ότι είναι αργά, ότι δεν αξίζει τον κόπο να ρίξουμε τη βάρκα στο νερό, ότι … και ότι … διάφορα ... , αλλά έχω ήδη καταλάβει ότι δεν θα το αποφύγω.
Άλλωστε δεν είμαι και σίγουρος ότι ήθελα να το αποφύγω. Να με σπρώξουν μάλλον περίμενα.

Εντάξει της λέω. Θα σου εξηγήσω. Δεν τα ρίχνω με σκάφος αλλά με σκάφη.
Με τι ??? ….
Με σκάφη, της επαναλαμβάνω . Ξέρεις την σκάφη που πλένουν τα ρούχα ???
Ε να λοιπόν βάζω το δίχτυ μέσα στη σκάφη, και τη σκάφη μέσα στο νερό, και το ρίχνω.

Έλα … έλα … πάμε να το ρίξουμε….

Καλά εντάξει άσε όμως να σουρουπώσει λίγο.

Πήγα λοιπόν στην αποθήκη, …ένας χαμός εκεί μέσα μετά την τοποθέτηση της γκαραζόπορτας … , και άρχισα να ξεσκεπάζω το διχτάκι μου.
Μετά, με άνεση, το έβγαλα από την γκαραζόπορτα, … έτσι για να την εγκαινιάσω κιόλας … , και το πήγα στο διαδρομάκι που οδηγεί από το σπίτι στην θάλασσα.
Λίγο αργότερα, το πήραμε μαζί και φτάσαμε στη παραλία. Δεν ήταν δα και μακριά. 20 μετρά όλα και όλα.

Εκεί έψαξα για μια μεγάλη πέτρα και πλάκωσα με αυτή την άκρη του διχτιού μου στην άμμο και έσπρωξα την σκάφη στο νερό.
Η θάλασσα ήταν λίγο κρύα, έτσι τουλάχιστον την αισθάνθηκα τώρα που ο ήλιος δεν ήταν πια στον ουρανό.
Έσπρωχνα την σκάφη μου σιγά σιγά, αφήνοντας το δίχτυ να πέφτει στο νερό, προσπαθώντας συγχρόνως να το ξεμπλέκω.
Πάνε τουλάχιστον 5 χρόνια που υπομονετικά περίμενε στη σκάφη του για να το ρίξω ξανά στο νερό, και δεν ήταν στην καλύτερη του φόρμα.
Συνέχισα να σπρώχνω σιγά την σκάφη μου, με το νερό να μου φτάνει έως το λαιμό και συνεχίζοντας, παράλληλα προς την παραλία, έστησα το καρτέρι μου.
Βγαίνοντας από το νερό κατάλαβα γιατί η σκάφη μου ήταν βαριά όσο την έσπρωχνα στο νερό.
Η πολυκαιρία την είχε σκάσει και έμπαζε νερό.
Και σκεφτόμουνα ήδη τη θα γινόταν όταν θα μάζευα το δίχτυ την άλλη μέρα το πρωί.

Μην σε απασχολεί μου λέει, θα πάμε στα μαγαζιά πριν κλείσουν και θα πάρουμε μια καινούργιο σκάφη.

Και πήγαμε, και ρωτήσαμε σε όλα τα σουπερ μάρκετ, και τελικά σκάφη δεν βρήκαμε, … αλλά περάσαμε όμορφα τρώγοντας στο παραλιακό ταβερνάκι, με τα πόδια μέσα στο νερό.

Και μετά, κουρασμένοι, πήγαμε για ύπνο.
Έπρεπε να ξυπνήσουμε νωρίς το πρωί.

Κοιμηθήκαμε ακούγοντας όλη τη νύχτα το φλοίσβο της θάλασσας από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα και με το πρώτο φως της ημέρας σηκώθηκα.
Έφτιαξα γρήγορα ένα καφέ και βγήκα στην βεράντα να τον ποιώ κοιτάζοντας την θάλασσα.
Μετά από μερικές γουλιές κατέβηκα στην παραλία. Ήθελα να δω πως ήταν το δίχτυα μου. Αν τα ψάρια ήταν στο ραντεβού.
Περπάτησα στην ακρογιαλιά δίπλα από το δίχτυ προσπαθώντας να μαντέψω αν είχε κάτι πιαστεί, αν αυτό που κάπου κάπου έμοιαζε να ασπρίζει, ήταν ψάρι ή πέτρα.

Γύρισα σπίτι, τέλειωσα τον καφέ μου και ανεβαίνοντας στο αυτοκρατορικό υπνοδωμάτιο, - είναι αυτό που έχει την ωραιότερη θέα στον αργολικό, - της ψιθύρισα σιγά στο αφτί.
Θέλεις να έρθεις για τα δίχτυα ή να τα μαζέψω μόνος μου ?.

Και πριν ακόμα προλάβω να ολοκληρώσω την ερώτηση ήταν ήδη όρθια και έτοιμη για την μεγάλη επιχείρηση.

Λίγη μονωτική ταινία στεγανοποίησε πρόχειρα τη σκάφη μου και ξεκινήσαμε .

Τα ψάρια ήταν όντως στο ραντεβού. Ένα λαβράκι γύρο στα δυο κιλά και 5 κεφαλόπουλα μισόκιλα, μας έδωσαν την μεγαλύτερη χαρά νομίζω όλων των καλοκαιρινών διακοπών.

Και όταν το βράδυ τα τρώγαμε στην ταβέρνα του Κώστα, που ανέλαβε να τα ψήσει, ήταν νομίζω τα νοστιμότερα ψάρια που έχουμε φάει μέχρι τώρα.
.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

ΞΑΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

.
Και να που ξαφνικά βρίσκομαι ξανά μέσα στο νερό.

Την θάλασσα αυτή την γνώριζα καλό. Από παιδί με μεγάλωσε στην αγκαλιά της, και εγώ την εμπιστεύτηκα.
Την άφησα να με χορέψει στα κύματα της , να με δροσίσει στο άγγιγμα της, να με κοιμήση στο λίκνισμα της να με νανουρίσει με το τραγούδι της , να με ξυπνήσει μα την αντάρα του θυμού της.
Δεν την πρόδωσα και δεν με πρόδωσε ποτέ.

Έτσι και σήμερα πρωί , θα ήταν γύρο στις 8 , με ξύπνησε , με αγαλλίασε, με δρόσισε, και με διασκέδασε, δείχνοντας μου όλους τους θησαυρούς της, αυτούς που κρύβει μέσα της, και που δεν δείχνει παρά μόνο σε όσους πραγματικά θέλουν να τους δουν.

Και αφού μου έδειξε τα κοχύλια και τα αστέρια της , τα πράσινα λιβάδια και τα ψάρια της με έστειλε πίσω στο σπίτι. Ήταν ώρα για το πρωινό μου. Είχα αρχίσει να κρυώνω μετά από δύο περίπου ώρες υδάτινου περίπατου.

Βγήκα από την μια αγκαλιά και για 22 μέτρα βρέθηκα σε μια άλλη. Ο ήλιος ζέστανε αμέσως το κρυωμένο μου κορμί .

Λίγα μέτρα ακόμα και 6 σκαλοπάτια για να βρεθώ στην βεράντα του σπιτιού.

Εκεί με περίμενε ο καφές μου και μια τρίτη αγκαλιά, που τρυφερά σκούπισε την πλάτη μου από όσο νερό είχε απομείνει πάνω της.
Μου έδωσε τον καφέ μου και μια φέτα ψωμί με μέλι. Και ένα τρυφερό αγκάλιασμα με θέα την θάλασσα.
Τι περισσότερο να ζητήσει κάνεις.
Τι περισσότερο για να είσαι ευτυχισμένος.

Και πέρασε έτσι η ώρα, νωχελικά κοιτάζοντας το γαλάζιο της θάλασσας , το καθρέφτισμα του ήλιου πάνω της , τους γλάρους να πετάνε λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνια της με την σκιά τους να κολυμπάει λίγα μέτρα μέσα της.

Θα ήταν περασμένο μεσημέρι όταν μου πρότεινε να πάμε ξανά μαζί για μπάνιο.

Και να που ξαφνικά βρίσκομαι ξανά μέσα στο νερό.

Της πρότεινα να δοκιμάσει μια από τις μάσκες μου και έβαλα και εγώ τη δική μου.
Και κολυμπήσαμε έτσι για λίγο ο ένας διπλά στον άλλο, κοιτάζοντας τον βυθό.
Και λίγο αργότερα το χέρι της έπιασε το δικό μου.
Και συνεχίσαμε να κολυμπάμε με δύο χέρια και τέσσερα πόδια για πολύ ώρα.
Και είχα ακριβώς αυτή την αίσθηση ότι είμαι ένα νέο παράξενο πλάσμα με δύο χέρια και τέσσερα πόδια στη σειρά. . Αλλά ένα και όχι δύο ενωμένα.
Ένα νέο πλάσμα .
Πλάσμα του ήλιου και της θάλασσας , πλάσμα της αγάπης
Της αγάπης για αυτήν, για αυτήν και για αυτήν,
Την γυναίκα, την θάλασσα και την ζωή .
.

ΗΜΕΡΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

.
Η μέρα ξημέρωσε ζεστή όπως κάθε αυγουστιάτικη ημέρα.
Σήμερα όμως μου έμοιαζε πιο όμορφη, πιο λαμπερή πιο φωτεινή.
Τουλάχιστον έτσι την έβλεπα εγώ.

Σε πήρα και πήγαμε στην παραλία.

Βιαστικά, αφήσαμε τα ρούχα μας, και κάποια λίγα πράγματα δίπλα την ομπρέλα.
Είναι αλήθεια ότι δεν χρειαζόμαστε πολλά πράγματα.
Μας έφτανε που ήμαστε μαζί. Μας φτάναμε ο ένας στον άλλο.

Πήγα να βάλω το μαγιό μου.
Γύρισα … και κάθισα στην άμμο δίπλα στην στρωμένη πετσέτα.

Η θάλασσα, λίγα μέτρα πιο μακριά από τα πόδια μας έμοιαζε σήμερα και αυτή διαφορετικότερη από τις άλλες ημέρες.
Μου φάνταζε πιο λαμπερή. Ο ήλιος την φώτιζε απαλά, και τα λίγα σύννεφα που καθρεπτίζονταν πάνω στη ήρεμη επιφάνια της, έμοιαζε να παίζουν κυνηγητό με τα ψαροπούλια που πετούσαν από πάνω της.
Το νερό της έδειχνε τόσο διάφανο, σαν να ήταν μέσα σε ένα πελώριο ποτήρι.

Σηκωθήκαμε, και περνώντας γρήγορα την καυτή άμμο πού μας χώριζε από το νερό, βουτηχτήκαμε μέσα του σιγά σιγά κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι.
Κάτι σαν να μπαίναμε σε μια μεγάλη κολυμπήθρα.
Και είχα την απόλυτη αίσθηση του μυστηρίου.
Την ψυχή να γίνεται ένα με την θεϊκή μαγεία του νερού, Την απεραντοσύνη της υγρής αγκαλιάς του, να μας σκεπάζει και να μας ενώνει μέσα της.

Η βάφτιση αυτή δεν κράτησε πολύ νομίζω, αλλά η ανάταση της ψυχής που μετείχε στο μυστήριο τούτο ήταν απερίγραπτη.

Βγήκα από το νερό και ξαναγύρισα κοντά στην πετσέτα που όλη τούτη την ώρα περίμενε και αυτή να σε αγκαλιάσει..
Την πήρα στα χέρια μου και της έδωσα την ευκαιρία να πραγματώσει το όνειρο της.
Μετά την ξανάστρωσα στην καυτή άμμο και κάθισα δίπλα της.
Σου πρότεινα το χέρι μου και κάθισες και εσύ διπλά μου.
Ξάπλωσες στην πετσέτα και έγειρα πλέει σου .
Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω σου και έκλεισα τα μάτια.
Ο ήλιος ήταν έντονος και όσο και αν προσπαθούσε η ομπρέλα να τον εμποδίσει να μας αγγίξει δεν τα κατάφερνε.

Τον αισθάνθηκα να χαϊδεύει το κορμί μου, άρα και το δικό σου και ξαφνικά τον ένοιωσα αντίζηλο μου . Ίσως και να τον ζήλεψα.
Πως είναι δυνατόν να μπορεί και αυτός να σε αγγίζει ?
Αυτό ήθελα να είναι μόνο δικό μου προνόμιο.
Και σαν να μην έφτανε ο ήλιος, κατάλαβα ότι σε χάιδευε και σένα το ίδιο δροσερό αεράκι που άγγιζε και το δικό μου κορμί .
Σίγουρα ήταν αυτό που μας βοηθούσε να μένουμε έτσι ξαπλωμένοι στην άμμο κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο.
Όμως είχε και αυτός το θράσος να αγγίζει το ξαπλωμένο σου κορμί.
Άνοιξα λίγο τα μάτια μου και γυρίζοντας ελαφρά το κεφάλι έψαξα το πρόσωπο σου.
Τα μάτια σου ήταν κλειστά, και το κορμί σου χαλαρό, παραδομένο στην μεσημεριανή ραστώνη .
Αισθάνθηκες το κοίταγμα μου και χωρίς να τα ανοίξεις μου χαμογέλασες .

Και εγώ κατάλαβα ότι ήσουνα μαζί μου.

Κατάλαβα ότι ήμουν ευτυχισμένος.

.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Ονειρεύομαι

.
Σ αγάπησα τότε και σ αγαπάω ακόμα.
μ ένα ιδιαίτερο τρόπο ανορθόδοξο.
Είμαι σήμερα εδώ μαζί σου αλλά,
βρίσκομαι μακριά σε ένα ονειρικό τόπο.
Σε βλέπω διπλά μου αλλά δεν μπορώ να σε πιάσω.
Δεν φταις εσύ φταίνε τα χέρια μου που είναι κοντά.
Τα κονταίνουν αναμνήσεις, που τις διώχνω και δεν φεύγουν.
Μου τα δένουνε οι σκέψεις που θολώνουν το μυαλό μου.
Προσπαθώ να καθαρίσω το μυαλό
και να λύσω τα χέρια μου, να σ αγγίξω.
Ονειρεύομαι την μέρα που θα είμαστε μόνοι εσύ και εγώ
απαλλαγμένοι από τα φαντάσματα του παρελθόντος μου.
Ονειρεύομαι την μέρα που στη θάλασσα,
θα κολυμπάμε μονό οι δύο μας.
Ονειρεύομαι την μέρα που στον ουρανό
θα πετάνε μονό τα όνειρα μας.
Ονειρεύομαι τώρα είναι αλήθεια, αλλά,
μονό τα όνειρα γίνονται πράξεις,
μόνο τα σχεδία μπορείς να χτίσεις.
Θέλει όμως αντοχή και επιμονή.
Θέλει κοινά όνειρα και προσπάθεια
Θέλει να πιστέψει ο ένας στον άλλο.
Θέλει να στηρίξει ο ένας τον άλλο.
Θέλει να γίνει ο ένας ο άλλος.

Θέλει πολύ αγάπη ……..
και ίσως τα καταφέρουμε
.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΙ ΣΤΑ ΠΑΝΤΑ

.


Je résiste a tout sauf a la tentations

Αντιστέκομαι στα πάντα εκτός από τον πειρασμό
έγραφε η ταμπέλα δίπλα από το γραφείο μου .

Κάτι σαν προειδοποιήσει αλλά για ποιον. Για μένα ή για τους άλλους.

Ακόμα δεν ξέρω. Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω γιατί χρειάστηκα να το βλέπω συνέχεια γραμμένο εκεί δίπλα μου. Για να ξορκίζω τον πειρασμό, να με προειδοποιώ ή να προστατεύω τους άλλους.

Και μια μέρα έτσι ξαφνικά, από το πουθενά, αθόρυβα, ο πειρασμός μπήκε στην ζωή μου.

Όχι δεν έχει μορφή γυναίκας ο πειρασμός αυτός .
Iσος να έχει το άρωμα της αλλά οχι και τη μορφή της.

Έχει μορφή ζωής.
Μιας ζωής που ρωτιέται και ψάχνεται.
Έχει την μορφή της αποδιοργάνωσης.
Της αμφισβήτησης και του αποσυντονισμού.

Έχει την μορφή μιας απλής προκλητικής ερώτησης.

Και τώρα πια τι κάνω, ποιος είμαι, που πάω. ??????

Έχει τον πειρασμό της απόλυτης ελευθέριας αλλά ….
και της απόλυτης απόγνωσης συνάμα.


Τον πειρασμό της ελεύθερης επιλογής του δρόμου σου
αλλά και την απόγνωση του ότι τον έχεις χάσει και ψάχνεσαι.

Πώς να αντισταθείς σε ένα τέτοιο πειρασμό.

Πώς να αντισταθείς στο σαγηνευτικό κάλεσμα του χάους. ????

Πέστε μου πώς να αντισταθείς ????
.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΩ ???

.
Κι αν δεν μπορέσω να σταθώ δίπλα σου σαν τον βράχο στην καταιγίδα
Κι αν δεν μπορέσω να σταματήσω τα νερά της θάλασσας στην τρικυμία
Κι αν δεν μπορέσω να ξαναφέρω στον ουρανό σου του ουράνιο τόξο της ευτυχίας
Κι αν δεν μπορέσω να κάνω ν ανθίσουν για σένα τα λουλούδια τον Απρίλη
Κι αν δεν μπορέσω το μοσχοβόλημα τους να φέρω στο κορμί σου
Κι αν δεν μπορέσω να φωτίσω το δρόμο σου σαν την πανσέληνο του Αυγούστου
Κι αν δεν μπορέσω σαν πυρκαγιά ολόφλογη τις νύχτες σου να ανάψω
Κι αν δεν μπορέσω σαν την λαδιά της θάλασσας στα ποδιά σου να σβήνω
Κι αν δεν μπορέσω να δροσίσω τις καλοκαιρινές τις μέρες σου σαν το δροσάτο κύμα του Ιούνη
Κι αν δεν μπορέσω να ροδίσω σαν την θαλασσινή ανατολή τα χείλη σου
Κι αν δεν μπορέσω να τα γλυκάνω σου σαν το ουρί του παραδείσου
Κι αν δεν μπορέσω να συνεχίσω να γράφω για σένα, και να σε τραγουδώ
Κι αν δεν μπορέσω να είμαι για σένα, αυτός που έφτιαξες μέσα σου
Κι αν δεν μπορέσω να τα κάνω όλα αυτά
Κι αν δεν μπορέσω …
Θα είμαι πάντα δίπλα σου
Θα είμαι πάντα εκεί
Θα κάνω ότι μπορώ
.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Κ΄ ύστερα κύλησε ο καιρός κ η ιστορία …..

.

Και ξανά, καλοκαιρινές διακοπές στην Αθήνα, από Γενεύη που εμένα τότε.
Ξανά μετά από τουλάχιστον τρία χρόνια το ίδιο τηλεφώνημα. … Το ίδιο βίτσιο…. Το ίδιο κόλλημα …. Ο ίδιος νταλκάς….

Γιάσου τι κανείς….. ξέρεις … είμαι στην Αθήνα μόνος μου για διακοπές και σκέφτηκα να σου τηλεφωνήσω …..
Μαλακίες . …. Πες την αλήθεια αγόρι μου ….
Θέλω να σε δω. Να βρεθώ δίπλα σου . Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Να μυρίσω το άρωμα στο λαιμό σου.

Εντάξει η ιστορία σας έρχεται από μακριά…. Και πάει άλλο τόσο μακριά..
Είναι δική σας, μόνο δική σας. Κρυμμένη καλά, και κρυφή από όλους τους άλλους.. Εντάξει δεν θέλετε να την ξέρει κανείς από τους φίλους , λες και δεν έχουν καταλάβει.
Τρώνε βλέπεις όλοι κουτόχορτο.
Από εσάς τους ίδιους γιατί κρυβόσαστε. Γιατί δεν λες ευθέως. Ήρθα και θέλω να βρεθούμε ξανά . Όπως άλλωστε κάθε φορά που έρχεσαι στην Αθήνα.

Απόγευμα γύρο στις 6, και …. σκάω το τηλεφώνημα.
Έλα … τι κάνεις … θα μπορούσαμε να βρεθούμε σήμερα….
Ναι βέβαια …. Και βέβαια θέλω, αλλά είναι τελευταία στιγμή και έχω κανονίσει..
Ξέρεις …. Όμως σίγουρα μετά θα βρεθούμε …. Γύρο στις έντεκα μπορώ να περάσω να σε πάρω.
Είναι αλήθεια ότι έχω και απαιτήσεις. Ήρθα με το αεροπλάνο, δεν έχω αυτοκίνητο και το παίζω φιλοξενούμενος. Μένω και στην αδελφή μου στην Κηφισιά …..

Γύρο στις έντεκα παρά τέταρτο χτυπάει το τηλέφωνο …. Είμαι κοντά κάπου στην ήβη στο Μαρούσι σε 10 θα είμαι εκεί.
Βγές όμως έξω δεν θέλω να με δουν.

Έντεκα λοιπόν η ώρα , υπέροχη η βράδια , ζεστή και ένα μικρό ευχάριστο αεράκι.
Στη στροφή του δρόμου τα χαρακτηριστικά φώτα του άσπρου μίνι , και η πόρτα του συνοδηγού που ανοίγει. ….

Μπαίνω μέσα…. Καλησπέρα σου τη κάνεις ….
Ενόχληση , αμηχανία , δική μου και δική σου, και ένα φιλί στα πεταχτά στο στόμα. Κανένας μας δεν ξέρει τι να πει . Πώς να σπάσει τον πάγο.
Μας είναι τελικά πολύ δύσκολο να είμαστε ο εαυτός μας .
Να παραδεχθούμε ότι όποια και αν είναι η ζωή μας, με θέλεις και σε θέλω, ότι μ αγαπάς και σε αγαπάω , είμαστε χρόνια τώρα ζευγάρι και θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε.
Ένα πολύ παράξενο ζευγάρι που εδώ και δέκα χρόνια τώρα ο καθένας ταξιδεύει στο δρόμο του παράλληλα στο δρόμο του άλλου, χωρίς να θέλει όμως να απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο.
Σαν να μας έφτανε να είμαστε μαζί μια φορά κάθε τόσο .
Αρκεί να μοιάζει, για μας, σαν είναι η πρώτη μας φορά..
Αρκεί να αισθανόμαστε την ίδια πάντα λαχταρά του πρωτάρη.
Αρκεί να νοιώθουμε το ίδιο πάντα φτερούγισμα στην καρδιά.

Που θέλεις να πάμε με ρώτησε, και αμέσως απάντησα : όπου θέλεις εσύ.
Ένα πονηρό κοίταγμα ο ένας δειλά προς τον άλλο και ….
Το ξέραμε άλλωστε…. Ο κύβος ερρίφθει ….
Πάνε Ραφήνα. …?

Ναι πάμε Ραφήνα …

Αυτό το σπίτι άρρηκτα δεμένο με μας, φιλοξένησε τον δεσμό μας από την πρώτη-πρώτη φορά που βρεθήκαμε μαζί, …. Από το πρώτο μας χάδι, … την πρώτη μας αγκαλιά, … το πρώτο μας φιλί, …

Και θα μας προσφέρει, ελπίζω, την θαλπωρή του για πολλά ακόμα χρόνια. …..


.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

.

Το απόγευμα ήταν γλυκό αλλά όχι ακόμα πολύ ζεστό.
Βλέπεις είναι ακόμα αρχές Μαΐου
Φτάνοντας στο παλιό λιμάνι κάναμε μια μικρή βόλτα στην προκυμαία και κάπου εκεί στη μέση σου έδειξα και την δική μου προβλήτα.
Διστακτικά λίγο, γιατί δεν ήμουν σίγουρος ότι θα την εγκρίνεις η μάλλον γιατί δεν ήμουν σίγουρος πόσο θα την χρησιμοποιούσες μαζί μου πηγαίνοντας για ψάρεμα.
Στην έδειξα λοιπόν φευγαλέα και παίρνοντας σε από τους ώμους σου πρότεινα να καθίσουμε στο πρώτο τραπεζάκι μπροστά στην μικρή πλατεία του λιμανιού.

Κάθισα δίπλα σου γύρισα λίγο την καρεκλά μου για να έχω και εγώ την ίδια θέα με εσένα στο λιμάνι και την θάλασσα.

Παραγγείλαμε δυο ούζα στον Κώστα και όταν τα έφερε καθίσαμε αμίλητοι και σιγοπίνοντας απολαμβάναμε το σούρουπο.

Σε κοίταζα να έχεις καρφώσει το βλέμμα σου στον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα ενώνεται και μπερδεύεται με τον ουρανό.
Εκεί που η πραγματικότητα ενώνεται και μπερδεύεται με το όνειρο.
Προσπαθούσα να διαβάσω την σκέψη σου αλλά δεν τα κατάφερνα. Είχα όμως την βεβαιότητα, διαβάζοντας την ηρεμία και την χαλάρωση στο πρόσωπο σου, ότι ήταν σκέψεις όμορφες και φωτεινές.

Κοίταγα τα καστανόξανθα μαλλιά σου να κοκκινίζουν καθώς φωτίζονταν από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, που ετοιμαζόταν να κατεβεί πίσω από το βουνό και φώτιζε ακόμα όσο προλάβαινε τον ουρανό και την θάλασσα με τα πιο κόκκινα χρώματα του.
Και η αύρα της θάλασσας σαν για να μην μείνει παραπονεμένη βάλθηκε και αυτή να σου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
Και εγώ σε κοίταγα με το βλέμμα να τρυπάει τον ορίζοντα και να πλανιέται σε κόσμους ονειρικούς, ανήμπορος να σε διακόψω, ανήμπορος να αντισταθώ, ανήμπορος να αρθρώσω μια λέξη.
Σε ρούφαγα με τα ρουθούνια μου μαζί με το αλάτι της γλυκιάς θαλασσινής αύρας ανακατεμένο με την μυρωδιά της λεμονιάς, δίπλα μας.

Κάποια στιγμή έμπλεξα τα δάκτυλα μου στα μαλλιά σου σαν από ζήλια. Σαν να ζήλευα τις μοναχικές σου σκέψεις επειδή δεν ήμουν σίγουρος ότι βρισκόμουνα μέσα σε αυτές.
Και εσύ γύρισες αργά, νωχελικά, το κεφάλι σου προς τα πίσω αφήνοντας το ακουμπισμένο στην παλάμη μου σαν για να μου δείξεις ότι μ εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι σε μένα..
Ένα τόσο όμορφο συναίσθημα με πλημμύρισε που δεν μου άφηνε καμία πιά δυνατότητα αντίδρασης.
Είχα μείνει έτσι ακίνητος όταν, ο Κώστας, μας έβγαλε από αυτό το όνειρο και μας προσγείωσε ξανά στην πραγματικότητα.

Θα σας ετοιμάσω κάτι να φάτε μας ρώτησε, και κοιταχτήκαμε και οι δυο μας παράξενα. Είναι αλήθεια ότι είχαμε αρχίσει να πεινάμε αλλά συγχρόνως είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε ότι θα μπορούσαμε να φάμε κιόλας.
Τόσο ήταν έντονος και μαγευτικός ο λήθαργος μας.

Παραγγείλαμε κάποια ψάρια και όταν ετοιμάστηκαν αρχίσαμε να τρώμε στο προχωρημένο σούρουπο ξεχωρίζοντας πια δύσκολα την διαχωριστική γραμμή της θάλασσας και του ουρανού στον ορίζοντα.

Τα φώτα άναψαν σιγά σιγά γύρο από το μικρό λιμάνι και οι δυο μεγάλοι προβολείς που φώτιζαν την θάλασσα και τα βράχια, με τα μικρά βαρκάκια δεμένα να νανουρίζονται γλυκά στο νερό και τα πελώρια ευκάλυπτα να τρεμοπαίζουν τα φύλλα τους γύρο από την προβλήτα, έκαναν το θέαμα, εξωπραγματικά μαγευτικό.

Τα δυο ζευγάρια που καθόντουσαν στο τραπεζάκι, λίγο πιο πίσω από εμάς έφυγαν και αυτά εδώ και μισή ώρα, μαζί με τον Κώστα, κλείνοντας το μαγαζί.
Μείναμε οι δυο μας στην έρημη πια πλατεία να απολαμβάνουμε την ηρεμία της νύχτας.
Να απολαμβάνουμε τις μοναδικές, αξέχαστες, αυτές στιγμές ηρεμίας που δύσκολα θα ξαναβρούμε όσο πλησιάζει το καλοκαίρι.

Εκείνο που ήταν όμως αξέχαστα μοναδικό ήταν η επιστροφή μας στο σπίτι.
Ανεβήκαμε στο δωμάτιο μας και σταθήκαμε μπροστά στην μπαλκονόπορτα κοιτάζοντας την θάλασσα είκοσι μέτρα μακριά μας.
O ουρανός είχε ανάψει όλα του τα φώτα και όλα, μαζί με την ανταύγεια τους, στη θάλασσα μπροστά μας, φώτιζαν το πρόσωπο σου. Φώτιζαν ολόκληρο το κορμί σου. Σε φώτιζαν και είμαι βέβαιος ότι κοκκίνιζαν από ντροπή στο άγγιγμα σου.Καθίσαμε αρκετή ώρα εκεί, εγώ πίσω σου, κρατώντας σε αγκαλιά, μυρίζοντας το άρωμα των μαλλιών σου και κοιτάζοντας αυτό το υπέροχο θέαμα μπροστά μας.
Και όταν πια η κούραση της ημέρας και η προχωρημένη νύχτα μας κάλεσαν να κοιμηθούμε η θάλασσα ανέλαβε να μας νανουρίσει μέχρι το πρωί με το σιγανό ρυθμικό της τραγούδι.

.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

ΔΕΝ ΞΕΡΩ

.

Σήμερα, δεν ξέρω πια.

Δεν ξέρω πια τίποτα.

Δεν ξέρω αν είμαι και ποιος είμαι
Δεν ξέρω αν ζω η αν πέθανα
Δεν ξέρω αν αγαπώ ή αν αδιαφορώ
Δεν ξερώ αν έχω παρόν και αν έχω μέλλον
Δεν ξέρω αν υπάρχω η αν με φαντάζομαι
Δεν ξέρω αν έχω όνειρα η μόνο αναμνήσεις
Δεν ξέρω αν θέλω πια να είμαι ξύπνιος
Δεν ξερώ αν θέλω πια να θυμηθώ


Ξέρω μόνο ότι είμαι κουρασμένος
Ξερώ μόνο ότι είμαι πεινασμένος
Ξέρω μόνο ότι είμαι νυσταγμένος
Ξέρω μόνο ότι θέλω να κοιμηθώ
Αλλά ποιον ύπνο ... δεν ξέρω.

Ξέρω ότι δεν θέλω ποια , ότι δεν μπορώ πια
να αποφασίσω ποιο δρόμο να πάρω στην ζωή μου
Ξέρω ότι δεν έχω πολλές επιλογές μπροστά μου πια
για το που και πως θα συνεχίσω στην ζωή μου.

Μικρή μου κουράστηκα
Τα έπαιξα ,
Τα έφτυσα,
Τα είδα όλα ,
Και άλλα τόσα,

Δεν ξέρω αν ζητάω την ζωή ή το θάνατο
Δεν ξέρω αν το ζητάω σε σένα ή σε άλλον.

Ξέρω ότι δεν μπορώ να αποφασίσω τώρα.
Ξέρω ότι ακόμα δεν έφτασε η ώρα.

Ξέρω ότι πρέπει να βρω το κουράγιο
Να μου δώσω το ένα η το άλλο…..

.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Θα σταματήσω ?

.

Θα σταματήσω ποια να βάζω post κάθε μέρα στο blog μου.
Όχι γιατί σταματάω να γράφω. Ίσος μάλιστα να γραφώ τώρα πιο πολύ από άλλοτε.
Το γράψιμο είναι βίτσιο είναι τρόπος Ζωής είναι ένας τρόπος , προσωπικός,
να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο γύρω σου, τον κόσμο μέσα σου .
Πρώτα βγαίνει λοιπόν η ψυχή σου και μετά το βίτσιο σου.
Ίσως όμως , για μερικά πράγματα να μην έχει ακόμα «στεγνώσει η μπογιά στον βαμμένο τοίχο» όπως συχνά λέω.
Κάποτε θα μπουν όλα μαζί, ή περίπου.
Μέχρι τότε όμως είναι καλύτερα να προσέχω να μην λερωθώ και να μην σας λερώσω με τους φρεσκοβαμμένους τοίχους της ψυχής μου.
Καλύτερα να περιμένω λίγο να στεγνώσει η μπογιά.
Έχετε σίγουρα ξαναδεί τις μικρές εκείνες ταμπελίτσες που λένε

« προσοχή
Τα συναισθήματα είναι φρέσκα
Μην λερωθείτε »


Δεν θα σταματήσω να σας ενοχλώ με τις μανίες μου , μην ανησυχείτε, απλά θα με διαβάζετε με αργότερους ρυθμούς.

Αλήθεια αν μπορούσα να ελέγξω και τον ρυθμό των συναισθημάτων μου.

Θα ήμουνα καλύτερος από το δάσκαλο του Νίτσε με την ομπρέλα του η ακόμα τον σχοινοβάτη πάνω στο τεντωμένο σχοινί του.

Το τεντωμένο σχοινί της ζωής μου….

.

ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟΝ ΜΥΛΟ

.

Είναι νωρίς το απόγευμα και τώρα, και βγαίνοντας από το δωμάτιο μας
Με ένα καφέ στο χέρι καθίσαμε στα σκαλοπάτια απέναντι από την θάλασσα.
Δεν μιλούσε κανένας μας ούτε εγώ ούτε εσύ δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να πούμε κάτι, που να διακόψει της φλυαρία της θάλασσας με την άμμο , του νερού με την στεριά.
Μόνο καθόμαστε και κρυφακούγαμε.
Και αρκετή ώρα μετά, όρθιος ένα σκαλί πιο κάτω, χωρίς άλλη κουβέντα σου άπλωσα το χέρι και εσύ το πήρες στο δικό σου.
Με βήματα αργά πάνω στην άμμο, δίπλα στο φλύαρο γαλάζιο νερό , προχωράμε για την παλιό γέρικο μύλο. Η για την ακρίβεια ότι έμεινε όρθιο από αυτόν.
Ότι άφησε ακόμα όρθιο η χειμωνιάτικη αγριάδα της ίδιας φλύαρης σήμερα θάλασσας.

Σιγαλά ,σιωπηλά, το ένα βήμα μας μετά το άλλο, αφήνοντας τα σημάδια τους πάνω στην άμμο, πλησιάζουμε έτσι πιασμένοι από το χέρι στον γέρικο μισογκρεμισμένο πύργο.

Η ημέρα είναι ακόμα πολύ ζεστή και ο ήλιος μόλις άρχισε να μειώνει την μεσημεριανή του ένταση.
Και εγώ δίπλα σου από την μεριά της θάλασσας , ανάμεσα σε σένα και σε αυτήν, να τυραννιέμαι από ένα φοβερό δίλημμα.
Εγώ ανάμεσα σας , ανάμεσα στο χέρι που κρατάει το χέρι μου και στο κάλεσμα της, αυτής που από παιδί έχει πάρει την ψυχή μου.

Απόγνωση ….

Τελικά ποιο κάλεσμα να ακούσω, σε ποιανής την αγκαλιά να γύρω, σε ποια ευτυχία να κολυμπήσω την ψυχή μου.

.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΙΜΑΝΙ

.

Είναι περασμένο μεσημέρι και από το σπίτι μετά τον πρόωρο μεσημεριανό μας ύπνο ξεκινήσαμε την αναζήτηση του απογευματινού μας καφέ.

Πήραμε λοιπόν το δρόμο για το παλιό μικρό λιμάνι.

Δεν το είχες ξαναδεί νομίζω.
Το ήξερες μόνο από περιγραφές.
Τις δικές μου περιγραφές.

Ένα λατρεμένο μικρό λιμανάκι που κλείνει μέσα του χιλιάδες παιδικές αναμνήσεις. Τα πρώτα μου μακροβούτια, τα πρώτα μου ψαρέματα με τους ξεχασμένους πια παιδικούς μου φίλους.
Μια φανταστική φόρτιση συναισθημάτων συγκεντρωμένη σε μερικές εκατοντάδες μέτρα προκυμαίας.

Και μαζί τούς να ανακατεύονται και τα δικά μας σημερινά βήματα.
Να μπερδεύονται τα σημερινά μας όνειρα με αυτά των παιδικών μου χρόνων. …

Έτσι σαν για να δυναμώσει αυτό το συναίσθημα … του πολλοί μαζί εδώ και πολλά χρόνια, … που αισθάνομαι σαν να κυκλοφορεί στο σώμα μου , από τα ποδιά μου που πατούν το καλντερίμι, έως το κεφάλι μου που κοιτάζει και σκέφτεται την στέγνη ομορφιά αυτού του τόπου.

Ένα μαγευτικό μικρό λιμανάκι και μερικά βαρκάκια να σιγοκουνιόνται στα ήρεμα νερά του.

Και εγώ να σε κρατώ από το χέρι, να οδηγώ τα βήματα σου στην προβλήτα του.

Περιφορά και δέηση συγχρόνως, στην ομορφιά και τον έρωτα,
Προσκύνημα και λιτανεία από εμένα για σένα ……

Και λίγο αργότερα σαν από την εξάντληση του τελετουργικού αυτού περιπάτου
σαν πρόσφορο και προσφορά σε εμάς ένα υπέροχο γεύμα.

Ένα κερί, ο ένας απέναντι από τον άλλο, στην προβλήτα δίπλα στο νερό και ένας σαργός μοιρασμένος στα δυο …
και ένα μπουκάλι τσακώνικο κρασί να σβήνει την δίψα μας.
Να ξεδιψάει τον έρωτα μας. ……

Και ήταν εκείνο το βράδυ στο λενίδι …….

Και θα είναι κάθε βράδυ στη ζωή μας…..
.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Εισαγγελέα μόν αμούρ …

.

Νόμιζα ότι είχα μεγαλώσει πια . Σε λίγους μήνες θα έπαιρνα και το πτυχίο μου .
Πτυχιούχος νομικής λοιπόν ‘σε λίγους μήνες’ και με πολύ περηφάνια έλεγα, και εμπειρικός γυναικολόγος.

Στις σπουδές μου δεν μπορώ να πω ότι ζορίστηκα ιδιαίτερα .
Μου έφτανε να περνάω τα μαθήματα και ….. κυρίως, να περνάω καλά.
Και είναι αλήθεια … πέρασα καλά. … Πολύ καλά θα έλεγα.

Όμως σε ένα μήνα οι πτυχιακές ήθελαν λίγο διάβασμα.
Έτσι από της 12 το βράδυ και μετά διάβαζα.
Το διάβασμα τις μικρές ώρες είναι πιο αποδοτικό, έλεγα, γιατί οι τουρίστριες στην Αθήνα , αφού γλεντήσουν λίγο τις μεγάλες ώρες είναι η τάπα στο μεθύσι η στην αγκάλη του Μορφέα.
Άρα μη χρησιμοποιήσιμες και επομένως …… πάμε για διάβασα. ….

Ένα διπλό φραπέ λοιπόν δίπλα μου και σταυροπόδι πάνω στην πράσινη πολυθρόνα, δίπλα από το διάπλατα ανοιχτό παράθυρο και με ένα προβολέα αντί για πορτατίφ, να φωτίζει πίσω από την πλάτη μου το βιβλίο, άρχιζα κάθε βράδυ , να διαβάζω.

Έτσι λοιπόν και σήμερα αφού πρώτα είδα ένα Γουέστερν στον κινηματογράφο 9 με 10,30
καλοκαιρινό ωράριο βλέπεις, και αφού στη συνέχεια ήπια τον καφέ μου στον Κήπο του Μουσείου, γύρισα σπίτι για την κύρια, … αλλά άχαρη κατ΄εμε, …. απασχόληση μου το διάβασμα.

Πριν καθίσω στην πολυθρόνα μου όμως πρόσεξα ότι, ασυνήθιστο μέχρι σήμερα, το φως στο απέναντι διαμέρισμα παρουσίαζε μια έντονη αστάθεια, θα έλεγα.
Άναβε και έσβηνε σε ένα παράξενο ρυθμό και κυρίως, κάποιες μορφές έβγαιναν στο απέναντι μπαλκόνι , σαν σκιές την ώρα που το φως έσβηνε.
Εξαφανιζόντουσαν όμως πάντα , πριν το φως ξανανάψει. Μέχρι που ω !!! θαύμα , όταν το φως ξανάναψε η σκιά δεν πρόλαβε η δεν θέλησε να προλάβει να κρυφτεί.

Διαπίστωσα με θαυμασμό, λοιπόν, ότι στο απέναντι διαμέρισμα είχα δυο νεαρές γειτόνισσες και ότι τουλάχιστον η μια από αυτές, αυτή που δεν πρόλαβε να κρυφτεί δεν ήταν καθόλου μα καθόλου άσχημη.
Πάει μεγάλε. σκέφτηκα … Την κάτσαμε τη βάρκα ….
Με τις ημίγυμνες Δρυίδες να σε φωνάζουν από τη μια και τον Μορφέα από την άλλη. Δεν σε βλέπω να την βγάζεις ως το πρωί. Και είναι αλήθεια ότι διάβαζα τότε ως τις ,,,8 το πρωί.

Το παιγνίδι όμως αυτό σταμάτησε γρήγορα και έτσι σώθηκε η βραδιά μου.
Δηλαδή σχεδόν γιατί η συγκέντρωση δεν ήταν πια στο μάξιμουμ και οι ιδέες χόρευαν στο μυαλό μου .
Την επόμενη μέρα αποφάσισα λοιπόν να μην βγω και να αρχίσω διάβασμα από νωρίς .
Έτσι γύρο στις 10 ήμουν ήδη εγκατεστημένος στην πολυθρόνα μου, και …. πολύ λίγο μετά τα απέναντι φώτα άρχισαν ξανά να παιγνιδίζουν.
Δεν είχα πέσει έξω. Οι Δρυίδες μου είχαν ξανάρθει . Ήταν εκεί απέναντι μου και περίμεναν.
Τα πάντα μπορούσαν τώρα να συμβούν, όλα ήταν ανοικτά, όλες οι προοπτικές στο τραπέζι , δηλαδή στην πολυθρόνα μου γιατί τραπέζι δεν είχα.
Σήκωσα το χέρι μου και έπιασα το διακόπτη του προβολέα-πορτατίφ πάνω από το κεφάλι μου .
Άρχισα να αναβοσβήνω και εγώ το φως στον ίδιο ρυθμό . ….
Εντάξει συνεννοηθήκαμε….
Κατάλαβαν ότι είχα παρακολουθήσει όλο το σενάριο και ήμουν πρόθυμος να παίξω και εγώ έναν από τους ρόλους των πρωταγωνιστών.
Έσβησα το φως , πείρα στα χέρια μου ένα μικρό φακό που είχα στο κομοδίνο μου, και βγήκα στο μπαλκόνι….
Με ανάματα του φακού και με σχέδια των χεριών μου έδωσα το νούμερο του τηλεφώνου μου στην όμορφη γειτόνισσα.
Σε μια από τις δυο, γιατί όπως έδειχναν τα πράγματα είχαν ήδη αποφασίσει μεταξύ τους ποια θα έπαιζε το ρόλο της πρωταγωνίστριας.
Μερικά λεπτά αργότερα το τηλέφωνο μου χτύπησε , το ίδιο τρελά με την καρδιά μου, νομίζω.
Το σήκωσα και από την άλλη μεριά, μια πολλά υποσχόμενη φωνή απάντησε στο δικό μου παρακαλωωω ……

Μερικές ημέρες αργότερα είχαμε το πρώτο μας ραντεβού.
Μπροστά στην πόρτα της πολυκατοικίας μου, την περίμενα στις 8 μέσα στο αυτοκίνητο.
Όνειρα , … σχέδια, …. Σενάρια , … είχα κάνει πολλά στο μυαλό μου.

Αρχικά θα πηγαίναμε κάπου για φαΐ. Στα 7 αδέλφια , ας πούμε στην πλάκα. Ωραίο φαΐ, ωραίο περιβάλλων , και το κατάστημα γνωστό. ….
Μετά υπολόγιζα κάπου για χορό …. Έτσι για να ζεστάνουμε την ατμόσφαιρα . Να βρεθούμε λίγο πιο κοντά, τέλος πάντων. …. Στην Αθηναία στον ιππόδρομο, ας πούμε, η αλλιώς στο υπόγειο που τραγουδάνε οι Φορμινξ στην πλατεία Αμερικής. … Εκτός αν την πάω Αρχιτεκτονική στην πανεπιστημίου . Και φαΐ και χορός συγχρόνως. Και ωραίο περιβάλλον και ραφιναρισμένος κόσμος.

Όταν ξαφνικά η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε, τα είδα όλα και αλλά τόσα.
Η καρδιά μου χτυπούσε τρελά ήταν έτοιμη να σπάσει .
Όλα μου τα σχέδια είχαν γκρεμιστεί και δίπλα μου καθότανε ο νόμος 4.000 ….
Πάνε τα μαλάκια μου σκέφτηκα . … Θα με κουρέψουν γουλί. … Θα με πάνε μέσα για τεντιμποϊσμό,… για αποπλάνηση ανηλίκου.
Γιατί το ανήλικο που καθόταν πλάι μου ήταν δεν ήταν 14 ετών….
Όλα ανατρέπονται λοιπόν ….. Φύγαμε για το σπίτι της Ραφήνας .
Εκεί στο βουνό μπορεί να μην μας δουν.
Μπορεί να γλιτώσω τον εισαγγελέα .

Εισαγγελέα μόν αμούρ ………

Πάντως η βράδια αυτή στη Ραφήνα δεν με απογοήτευσε.
Σημάδεψε τη ζωή μου και ….
συνεχίζει να την σημαδεύει μέχρι σήμερα.

.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Ένα παγκάκι στη σκεπή.


Ένα παγκάκι και ένα δεντρο στη σκεπη οκτώ ορόφους πιο κοντά στ΄ αστέρια , και εγώ καθισμένος εκεί, … πίσω από το στρογγυλό μαρμάρινο τραπεζάκι.

Ένα καμπάρι στο ποτήρι και ένα μαξιλαράκι στην πλάτη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην τζαμαρία πίσω μου, κοιτάω τα χλωμά αστέρια στο θολό αθηναϊκό ουρανό και σε περιμένω.

Ξέρω ότι θα σε ακούσω να έρχεσαι από τη στιγμή που θα μπεις στην πολυκατοικία.
Πιο πριν όμως ?? . Αυτό είναι που με αγχώνει. … Το πιο πριν ...
Έρχεται από μακριά, μου λέω μονολογώντας, και έχει και κίνηση σήμερα στην Αθήνα.
Ναι αλλά το ήξερε και θα ξεκίνησε σίγουρα νωρίτερα, … μου ξανάλεω.
Αν όμως θέλει με κάνει να περιμένω? … Είναι κουτό, μου ξαναλέγω, έτσι και αλλιώς εγώ δεν θα έφευγα από την ταράτσα μου.
Άρα … ηρέμισε και περίμενε . Εξάλλου μου είπε ότι θα έρθει γύρο στις εννέα και είναι ακόμα παρά τέταρτο.
Ναι αλλά δεν θα μπορούσε να έρθει μισή ώρα νωρίτερα, μου ξαναλέγω, αφού ξέρει την αγωνιά μου. Ξέρει την λαχτάρα μου να την έχω κοντά μου, να την πάρω στην αγκαλιά μου. Αυτή δεν έχει την ίδια λαχτάρα ? …
Να που τώρα θέλω και την επιβεβαίωση της αγάπης της, σαν να μη μου ήταν αρκετό ότι έρχεται από την άλλη άκρη της Αθήνας για μένα μετά από ένα μόνο πρωινό μου τηλεφώνημα…. Είμαι τελικά πολύ εγωιστής. …

Το καμπάρι μου τελειώνει και σκέφτομαι να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου.
Αλλά είμαι τόσο αγχωμένος μη τυχόν και δεν την ακούσω να έρχεται όσο θα βρίσκομαι στην κουζίνα, που προτιμάω να περιμένω λίγο ακόμα με το ποτήρι μου άδειο.

Ξανακοιτάω το ρολόι μου. Είναι οκτώ και πενήντα πέντε. Εντάξει δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, … Ηρέμισε , …. Είσαι μεγάλο αγόρι.

Αποφασίζω να μου βάλω ένα ούζο με πολλά παγάκια. Κάνει ζέστη Ιούλιο μήνα στην Αθήνα, ακόμα και στις εννέα το βράδυ.

Κοιτάζω στη άκρη της ταράτσας, μερικά μέτρα δίπλα μου, την ελίτσα, φυτεμένη στο βαρέλι της. Έχει μεγαλώσει πολύ από πέρσι. … Έγινε ολόκληρο δέντρο πια.
Την κοιτάζω και το μυαλό μου ταξιδεύει … Η μάλλον την κοιτάζω και μας ταξιδεύω….
Μας φαντάζομαι στην παράλια . Σε μια κάποια παραλία με πελώριες γέρικες ελιά και εμάς ξαπλωμένους στον ίσκιο της μιας από αυτές, αυτής κοντά στην παραλία, μετά το μπάνιο.

Ταξιδεύω έτσι για αρκετή ώρα, κάπου ανάμεσα στο νωχελικό μεσημεριάτικο ξάπλωμα και στα πρώτα αγγίγματα του χεριού μου στο σώμα σου, … όταν ξαφνικά ο θόρυβος του ασανσέρ με ξαναπροσγειώνει στην πραγματικότητα.

Ήρθε επιτέλους λέω . Ήρθε βέβαια με καθυστέρηση μονολογώ και κοιτάζω το ρολόι μου . Είναι μόνο εννέα και πέντε, και είναι ήδη εδώ.

Όταν άκουσα τα βήματα της στη σιδερένια στριφτή σκάλα οι παλμοί της καρδιάς μου
χτύπησαν κόκκινο, και τα χέρια μου αδέξια δεν εύρισκαν πού να ακουμπήσουν το ποτήρι που κρατούσαν.

Την περίμενα στο πλατύσκαλο . Την αγκάλιασα και την φίλησα , … αδέξια και βιαστικά, ….

Δεν κατάλαβα ποτέ μου γιατί είχα τόσο άγχος. Δεν ήταν δα και η πρώτη γυναίκα στην ζωή μου. Ναι αλλά αυτή ήταν ξεχωριστή. Ήταν η πρώτη μεγάλη και κρυφή αδυναμία μου.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο η σχέση μου μαζί της είχε πάντα αυτή την άλλη διάσταση.
Μια γεύση από μέλι με κερήθρα. Μια πολύ γλυκιά και αδρή γεύση.

Από την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε , πάνε χρόνια τώρα, μικρό κορίτσι αυτή , νεαρός φοιτητής ακόμα εγώ, συνωμοτικά , αποφασίσαμε να κρατήσουμε τη σχέση μας κρυφή ακόμα και από εμάς τους ίδιους.
Έτσι ούτε και εμείς δεν ξέραμε στο τέλος αν είχαμε ποτέ ξαναβρεθεί μαζί, και κάθε φορά ήταν για μας σαν να ήταν η πρώτη.
Το ίδιο άγχος, … η ίδια πάντα γεύση στο πρώτο μας φιλί, … οι ίδιες αδέξιες κινήσεις.

Και μετά καθίσαμε στο παγκάκι ….

Έβαλα και σ΄ αυτήν ένα ούζο και μας ευχηθήκαμε στην υγειά μας. …. Και σιγοπίνοντας ….
Μείναμε έτσι, ο ένας δίπλα από τον άλλο, … εκεί, αγκαλιασμένοι όλο το βράδυ, οκτώ ορόφους πιο κοντά στον ουρανό.

.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

ΜΕ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΓΙΟ

.
Σε έψαχνα, η μάλλον … ήλπιζα να σε βρω.
Ήξερα ότι κοιμόσουν στο κάτω δωμάτιο ενώ εγώ με τον μικρό στο επάνω, το αυτοκρατορικό.
Προσπαθούσα να καταλάβω αν είσαι στο δωμάτιο σου ή αν γύρισες στην παραλία.
Προσπαθούσα να ακούσω την αναπνοή σου, να αισθανθώ τους χτύπους την καρδιά σου, να καταλάβω αν είσαι εδώ, αν είσαι κοντά μου.
Αν είσαι μόνο λίγα μέτρα μακριά μου, τα τρία αυτά μέτρα που χώριζαν τους δύο ορόφους των δωματίων μας.
Αλλά το μόνο που κατόρθωνα ήταν να ακούω την δική μου αναπνοή και να αισθάνομαι τους κτύπους της δικής μου της καρδιάς.

Και είναι αλήθεια ότι κτυπούσε όλο και πιο γρήγορα όσο η σκέψη μου σε έφερνε μπροστά μου, με το κόκκινο ολόσωμο μαγιό σου, να αγκαλιάζει σφικτά, χωρίς ντροπή, το βρεγμένο με αλμύρα κορμί σου.
Όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μου, νωρίτερα , κάτω από τον πελώριο ευκάλυπτο που χρησιμοποιούμε σαν ομπρελά αισθάνθηκα πολύ παράξενα.
Αισθάνθηκα , μεγάλος άντρας πια , να φουντώνω και να κοκκινίζω σαν μικρό παιδί.
Σε ρώτησα αν ήθελες πετσέτα να σκουπιστείς, ελπίζοντας ότι θα με άφηνες να σε σκουπίσω, αλλά, με ένα βλέμμα σου γεμάτο χαμόγελο και τρυφερότητα, μου ζήτησες μόνο κάτι να πιεις και κάθισες στην πολυθρόνα.
Σου προσέφερα ένα ποτήρι ούζο.
Βλέπεις ήταν σχεδόν μια η ώρα και στο τραπέζι είχαμε ήδη βγάλει τους μεσημεριανούς μεζέδες.

Μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου κρυφοκοίταζα τώρα προς την μεριά της θάλασσας ελπίζοντας, δυο πράγματα συγχρόνως.
Ότι εσένα δεν θα σε πιάνει ύπνος, και ….. ότι ο μικρός θα κοιμηθεί γρήγορα.

Είναι αλήθεια ότι εσύ δεν νύσταζες αυτό το μεσημέρι, γιατί σε είδα να περπατάς στον διάδρομο πηγαίνοντας προς την ήδη έρημη παραλία. Δυστυχώς όμως για μένα δεν έδειχνε να νυστάζει ούτε ο μικρός, και δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του.

Έτσι από τις γρίλιες του παραθύρου, κρυφά, σαν μαθητής του γυμνασίου, με την καρδιά μου να κτυπάει ολοένα και πιο γρήγορα σε κοίταζα να απλώνεις την πετσέτα σου μπροστά από το σπίτι, πάνω στην άμμο, και να κάθεσαι προσεκτικά επάνω της.
Με την πλάτη γυρισμένη προς το σπίτι, σε είδα να κατεβάζεις τις τιράντες του μαγιό σου και να ξαπλώνεις έτσι μισόγυμνη στο ήλιο.
Και εγώ τότε ζήλεψα τον ήλιο που μπορούσε να αγγίζει το κορμί σου ενώ εγώ ήμουν μόλις είκοσι μέτρα μακριά σου.

Ήσουν ξαπλωμένη έτσι, όταν ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στην φωτογραφική μηχανή πάνω στο τραπέζι, δίπλα από το κρεβάτι μου .
Με σιγανά βήματα για να μην με καταλάβει κανείς, πήρα την μηχανή στα χέρια μου και ξαναγύρισα στο παράθυρο.
Και ….. σαν να με είχες καταλάβει, σαν να είχες αισθανθεί το βλέμμα μου να χαϊδεύει το κορμί σου γύρισες σιγά, νωχελικά, και έδειχνες πια την πλάτη σου στον ήλιο.

Αυτή τη φωτογραφία την έχω κάπου φυλαγμένη. Δεν θυμάμαι αν είναι κάπου στο αρχείο μου η μόνο μέσα στο μυαλό μου. Πάντως αυτή κοιτάζω τώρα . Αυτή του μυαλού μου που είναι διατηρημένη πεντακάθαρη αλλά που δυστυχώς δεν μπορώ να την τυπώσω.

Αυτή που για χρόνια τώρα είχα , αλλά και για πολλά ακόμα θα έχω, κρυμμένη μέσα μου.

Αυτή τη θύμηση, μικρή μου, που ζωντανεύει εσένα και εμένα στα χρόνια της νιότης μας και σε επανατοποθετεί στο στερέωμα της αυριανής συνέχισης τους.


.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΜΕΝΕΙ



Κι όταν πια όλα τελειώσουν ……… σε ρωτάς …….
Και τώρα τι μένει πια από την τόση αγάπη,
Τι μας μένει σαν θύμηση από τη προηγούμενη ζωή μας.

Το χτες θολό, το σήμερα ανύπαρκτο, πως θα βρούμε το δρόμο μας για το αύριο !

Πως θα χτίσουμε και πάνω σε τι, ξανά το μέλλον μας.

Σίγουρα ο καθένας μόνος του πια, με τα υλικά που έχουν μείνει μέσα του. Με ότι έχει περισσέψει.
Με ότι του άφησαν σαν βίωμα τα χρόνια που πέρασαν.
Με ότι μας άφησε σαν στίγμα ο κάθε ένας πού μας πλησίασε, μπήκε στη ζωή μας και ξαναβγήκε απ αυτήν.

Και είναι αλήθεια ότι μόνο όταν κάτι τελειώσει, όταν ο χρόνος ηρεμήσει την ένταση των συναισθημάτων, μόνο τότε μπορείς να μετρήσεις την άξια των ανθρώπων που έζησαν πλάι σου.
Τότε μόνο, ο ένας στον άλλο, θα δείξει τον πραγματικό του εαυτό.
Τότε που οι μάσκες του ερωτά και οι συγκαταβατικές λύσεις της συμβίωσης έχουν θολώσει, έχουν αδρανοποιηθεί από την απόσταση που μπήκε ανάμεσα σας, τότε μόνο θα καταλαβαίνεις ποιος ήταν δίπλα σου.

Μόνο όταν φύγει από δίπλα σου, γνωρίζεις αληθινά τον άνθρωπο που έζησε μαζί σου.
Μόνο τότε θα σου δείξει τον πραγματικό εαυτό του, γιατί μόνο τότε θα βγάλει από μέσα του την επιθετικότητα του. Όλη την επιθετικότητα που είχε απέναντι σου και που έκρυβε όσο ζούσατε μαζί.
Όλη την αγριάδα που η ζωή φόρτωσε την ψυχή του στο πέρασμα της.

Και μετά αφού την αγάπη που σου έδιναν, αντικαταστήσει το μίσος που σου δείχνουν, σου μένει η πίκρα να γιατρέψει τις πληγές.

Ότι έμεινε από τους δυο υπάρχει πια μόνο μέσα στον καθένα. Απ έξω δεν μένει πια τίποτα. Δεν αφήσαμε τίποτα απ έξω.

Και θα ήταν ευτύχημα, θα ήταν θαύμα, αν μπορούσε να πει ο ένας στον άλλο ………

Σ΄ευχαριστώ που υπάρχεις, Σ΄ευχαριστώ που υπήρξες στη ζωή μου, ….

kαι ….. να συνεχίσεις το δρόμο σου. ………….

Εγώ πάντως σ ευχαριστώ …….

Σας ευχαριστώ όλους όσους υπήρξατε στη ζωή μου …..

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Πρόσεχε

.
Πρόσεχε μεγάλε μονολογούσες …………

Γράφεις τα εσώψυχα σου εδώ.
Εσύ ξέρεις ότι είσαι ειλικρινής.
Ότι δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.
Ότι δεν χρωστάς σε κανένα.
Ότι δεν κρύβεσαι από κανένα.
Ότι δεν κοροϊδεύεις κανένα και κυρίως
Ότι δεν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.
Εσύ ξέρεις τι ζόρι τραβάς ,
και για ποιον το τραβάς,
Εσύ ξέρεις ποιον αγαπάς ,γιατί, και
πόσο βαθιά τον αγαπάς.

Όμως μεγάλε εσύ το ξέρεις γιατί κοιτάς μέσα σου.

Οι άλλοι πως θέλεις να το ξέρουν. ???

Θα σε καταλάβουν ???

Ναι αυτοί που μ αγαπάνε θα με καταλάβουν ….

Παίρνω το ρίσκο !!!!!!





Ξέρεις ?

Ξέρεις ότι για μένα είσαι κάτι μοναδικό …..

Ξέρεις ότι είσαι κάτι που κράταγα κλειστό μέσα μου τριάντα τόσα χρόνια.

Ξέρεις ότι η σχέση μας δεν άρχισε πριν ένα μήνα.
Πριν ένα μήνα ξεκίνησε ξανά το δρόμο που είχε αρχίσει πριν πολλά χρόνια.

Ξέρεις επίσης ότι αυτά όλα τα χρόνια πολλοί παρεμβλήθηκαν στις ζωές μας.
Και στην δική μου και στην δική σου.

Ξέρεις ότι αυτές οι παρεμβολές δημιουργούν συχνά παράσιτα . Δεν το θέλεις.
Αλλά έτσι είναι και δεν αλλάζει. Μας άφησαν ανασφάλειες που μας κυνηγάνε
στον ύπνο και στο ξύπνιο μας.

Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι το ανακάτεμα στο μυαλό μου δεν το θέλω ούτε εγώ.
Αλλά είναι εδώ. Και παλεύω . Και θα συνεχίσω να παλεύω για να απαλλαγώ.
Να ηρεμίσω.

Σου ζήτησα να είσαι δίπλα μου σε αυτό το δρόμο.

Σου ζήτησα να μείνεις δίπλα μου στο δρόμο της ζωής μου

Σου ζητάω να με καταλάβεις

Σου ζητάω να με συγχωρήσεις αν σε πληγώσω άθελα μου

Σου ζητάω συγνώμη για ότι είμαι σήμερα.

Αλλά έτσι είμαι σήμερα. Το αύριο θα είναι δικό μας .

Θα το χτίσουμε μαζί … Ελπίζω ……


.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Και κερατάς και δαρμένος …..

Δεν πάει πολύ βρε παιδιά ….

Της λες σ αγαπάω, της λες κόβω φλέβες και το εννοείς.
Σβήνεις το τσιγάρο στη γλώσσα , άντε ας πούμε στο χέρι.
Βαράς ένεση κόκας στο μάτι μαζί με μια κάσα ρούμι…..

Σου λέει δώσε μου καιρό, ενώ τον έχει πάρει από μόνη της
Σου λέει ότι δεν είναι πια βέβαιη ότι θέλει να ζήσει μαζί σου.
Σου λέει ότι τελικά αποφάσισε να φύγει από κοντά σου.

Μέχρι εδώ τα καταλαβαίνω όλα αυτά . Άντε να καταλάβω ότι
η πίκρα είναι μοιρασμένη στην μέση . Ότι πήρε και αυτή όση και εγώ.
Άντε να καταλάβω ότι με όση δυσκολία θα την ξεπεράσω,
με άλλη τόση θα με ξεπεράσει και αυτή.
Αν και έδειχνε να με είχε ήδη ξεπεράσει αφού αυτή μου είπε φεύγω.

Τώρα πως γίνεται να μην θέλει ούτε να με δει στα ματιά της
Πως γίνεται να μοιάζει να την κατατρέχω και να την ενοχλεί,
ακόμα και η παρουσία μου στον κόσμο τούτο.
Πως ξαφνικά έγινα εχθρός και διώκτης της
Πως ξαφνικά δείχνουμε σαν να σφαχτήκαμε πριν χωρίσουμε
Πως βρεθήκαμε τσακωμένοι θυμωμένοι και αμίλητοι δεν το κατάλαβα …..

Και σας ρωτάω ρε παιδιά

Όταν εσύ κάνεις την πρόταση γάμου …
Όταν αυτή την απορρίπτει και φεύγει …
Όταν δεν έχεις ενοχλήσει έκτοτε κανένα …
Πως είναι δυνατόν να σου λένε εξαφανίσου …
Πως είναι δυνατόν να φταις που υπάρχεις…..
Πως είναι δυνατόν να απαξιώνουν να σου απευθύνουν το λόγω ….

Νομίζω ότι και κερατάς …και … δαρμένος πάει πολύ ….

Εσείς τι λέτε ………

.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Θα σε πάω να κάνουμε ανάσταση σε ένα μέρος φανταστικό .
Κάπου τόσο όμορφα που δεν θα το ξεχάσεις ποτέ, μου είπες.

Μέσα στη μέση της πλατείας, χωμένοι μέσα στο κόσμο, ήταν νομίζω η πρώτη φορά,
τα τελευταία 30 χρόνια, που μου κρατούσες το χέρι.

Είναι αλήθεια ότι την μαγειρίτσα σε κρέπα δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου.

Κι ύστερα δύο περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα στον ουρανό.

Αλήθεια πόσα χρόνια ζουν τα περιστέρια ?

.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Μυστικό δείπνο

(για την PITSILOTI με αφορμή το
σχόλιο της στη σημερινή μου ανάρτηση
« ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ»)


Ήταν κάποτε λοιπόν σε μια μακρινή χωρά ένας άνθρωπος λίγο διαφορετικός από τους άλλους.
Είχε περάσει το ποτάμι που ορίζει τη ζωή από τον Άδη, αλλά είχε, ούτε αυτός ήξερε γιατί, ξαναγυρίσει στην μεριά της ζωής.


Αγαπούσε λοιπόν αυτός μια κοπέλα και κάποια μέρα την στεναχώρησε και θέλησε να ζητήσει συγνώμη.

Και ……… ,,,,

Και έσκυψε τότε στο πεζοδρόμιο, και πεσμένος στα γόνατα, μάζεψε μπροστά του και της φίλησε το δεξιό της πόδι !!!!
Εκείνη θορυβήθηκε αισθάνθηκε άβολα . Παραξενεύτηκε από μια τέτοια αναπάντεχη κίνηση.
Το μυαλό της πλημμύρισε από αλλοπρόσαλλες εικόνες.
Τι κάνει ο τρελός, γιατί με κάνει ρεζίλη μπροστά στον κόσμο, δεν σέβεται την ηλικία του, γιατί κάνει σαν παιδί, είναι τόσο ανώριμος.
Τόσο αναξιοπρεπής, τόσο λίγο εκτιμά τον εαυτό του, την προσωπικότητα του.


Δεν είμαι τρελός της λέει.
Αλλά είναι αλήθεια μια τέτοια ιδιαίτερη προσωπικότητα σαν την δική μου δεν θα μπορέσεις εύκολα, … ίσος να μην μπορέσεις και ποτέ σου, … να την καταλάβεις.

Δεν μπορείς να καταλάβεις έναν άνθρωπο αν βαθειά μέσα σου δεν νιώσεις πρώτα το θεό που κρύβεις. Αν πρώτα δεν αισθανθείς την απόλυτη αγάπη της μετάνοιας.

Αν δεν αισθανθείς τη δύναμη της συγνώμης που προσφέρεις στους άλλους , πως περιμένεις να νιώσεις το μέγεθος της αγάπης που σου προσφέρουν.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ

Όταν μικρή σε πρόσεχα, όταν σε άλλαζα το βράδυ και σε τάιζα το μεσημέρι όταν σε πρόσεχα την ώρα που έπαιζες με τα παιχνίδια σου, στο μικρό δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα, ξέρεις …Ηπείρου 17 μέναμε τότε., δεν φανταζόμουνα ότι μεγαλώνοντας θα αποκτούσες τόσες ευαισθησίες.
Και όταν αργότερα συνένοχη στα δικά μου σκασιαρχεία , στέγνωνες κρυφά το μαγιό μου δεν φανταζόμουνα ότι θα αντέγραφες όλες μου τις ιδιορρυθμίες όλες μου τις τρελές και όλες μου τις μικροψυχίες.
Γιατί μικρόψυχος είσαι όταν δεν έχεις ούτε το κουράγιο, ούτε το θάρρος να υπερασπίσεις τον εαυτό σου.
Πίστευα τότε μικρή μου ότι θα γίνεις λίγο πιο σκληρή απέναντι στους ανθρώπους.
Και σου θυμίζω ότι σκληρός δεν είσαι όταν ξέρεις να σφίγγεις τα δόντια και υπομένεις τις αντιξοότητες. Όταν μάθεις να στρογγυλεύεις την πλάτη και να περιμένεις το κύμα να περάσει από πάνω σου.
Σκληρός είσαι όταν βλέπεις τις κακίες να έρχονται, τις προλαβαίνεις και χωρίς ενδοιασμό , ίσος και λίγη χαρά, τις επιστρέφεις στον ιδιοκτήτη τους.
Βέβαια για να το κανείς κάτι τέτοιο πρέπει να μην έχεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους .
Να είσαι πάντα καχύποπτη, επιφυλακτική και δύσπιστη.
Και δεν ξέρω τότε αν θα μπορούσες να χαρείς με τα όμορφα πράγματα που μας δίνει η ζωή.

Να χαρείς την ομορφιά των ανθρώπων , όση έχουν μέσα τους .
Και όλοι έχουν ένα όμορφο κομμάτι μέσα τους . Αυτό δεν θα μπορούσες ούτε να το δεις αλλά ούτε και να το νιώσεις.
Ίσως λοιπόν να είσαι τυχερή που μπορείς και πικραίνεσαι γιατί μπορείς να χαίρεσαι συγχρόνως

Όσοι δεν πικραίνονται δεν ξέρουν ούτε να χαρούν.

Εγώ πάντως σε προτιμάω έτσι όπως είσαι . Ίσως και για αυτό να είσαι έτσι.
Επειδή σε προτιμάω.
Ίσως να φταίω και εγώ λίγο, και σου ζητάω συγνώμη για τις πικρίες που έχεις περάσει. Αλλά είμαι σίγουρος ότι αν δεν ήσουνα έτσι δεν θα είχες την τύχη να ζήσεις έντονα τις πολλές χαρές της ζωής.

Γιατί έχει και πολλές και έντονες χαρές η ζωή μας.



Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

"ΣΥΓΓΝΩΜΗ"

«Νομίζω ότι όταν πληγώνεις άθελα σου κάποιους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζεσαι και αγαπάς, οφείλεις να δίνεις πάντα εξηγήσεις και να ζητάς συγγνώμη.Δεν είναι απαραίτητο ότι αυτό θα διορθώσει τα πράγματα, είναι όμως αναγκαίο για να μπορέσεις να αποδείξεις ότι κατάλαβες το λάθος σου.»

Δεν γυρίζουν πίσω όσα έχουν συμβεί, έχεις όμως κάποτε την ανάγκη να τα βρεις με τον εαυτό σου. Και έχεις ακόμα την ανάγκη να συμφιλιωθείς με τις τύψεις σου.

Αυτές οι τύψεις σου είναι άλλωστε και η απόδειξη ότι κατάλαβες το λάθος σου.

Έχεις ανάγκη να ζητήσεις συγνώμη από αυτούς όλους .

Έχω λοιπόν ανάγκη να ζητήσω συγνώμη από αυτούς όλους που αδίκησα . Από αυτούς που απογοήτευσα γιατί πίστεψαν σε μένα και δεν ήμουν εκεί δίπλα τους, μαζί τους, την ώρα που αυτοί με περίμεναν, την ώρα που αυτοί με χρειαζόντουσαν.

Έχω ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη γιατί απογοήτευσα τα όνειρα που έκαναν με μένα, για μας. Τα όνειρα που έχτισαν πάνω μου, οι άνθρωποι που με αγάπησαν. Τα όνειρα που δεν προστάτευσα και άφησα να γκρεμιστούν.

Έχω τέλος την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη σε όσους άθελα μου έδειξα λιγότερη προσοχή, λιγότερη ευαισθησία, από αυτή που περίμεναν από εμένα. Σε όσους δεν στήριξα ίσως όσο θα έπρεπε η όσο περίμεναν ότι θα τους στηρίξω και τους απογοήτευσα.

Έχω ανάγκη να ζητήσω συγνώμη σε όλους αυτούς.

Έχω ανάγκη, σήμερα, να σου ζητήσω συγνώμη ….

Και τελικά τι……

Έχεις ένα απίστευτο λυρισμό
Είναι υπέροχο το γράψιμο σου . Μηνύματα νομίζω ….
Και η αιώρα στην μπροστινή βεράντα φανταστική
Και η θάλασσα με το ωραιότερα της χρώματα αυτή την ώρα.
Απλώνω το χέρι μου αλλά δεν σε φτάνω .
Νόμιζα ότι είσαι δίπλα μου και εσύ είσαι μακριά μου.
Μου λες πως ήθελες ….. μου λες πόσο θα ήθελες ….
Νόμιζα ότι σε ακούω να γελάς,,, να περπατάς,,, να λάμπεις,,,
Νόμιζα ότι μόλις βγαίνεις από τη θάλασσα και …..
ναι το κορμί σου γεμάτο νερό και αλάτι.
Νόμιζα ότι είμαστε ήδη αύριο ενώ είμαστε ακόμα στο χθες
Θέλει προσπάθεια ακόμα να φτάσουμε το σήμερα
Θέλει προσπάθεια ακόμα να γίνουμε εμείς ….

ΕΙΣΑΙ ΣΧΙΖΟ Η ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ

(Συναισθηματικές παλινδρομήσεις)

Και …. ας πούμε ότι δεν είμαι ένας αλλά δυο .
Εγώ και ο άλλος από μέσα μου.
Ο ένας μόνο λογική και ο άλλος μόνο συναίσθημα.
Η μήπως είμαι τελικά ένας , και τα δυο μαζί…..
Και συναίσθημα και λογική αλλά σε σύγκρουση ,
οπότε …. γάμησε τα. ……

Λοιπόν,…. Είμαι ας πούμε δυο εγώ και ο άλλος , ο από μέσα μου.
Και σας ρωτάω τώρα …
Τις μαλακίες του από μέσα μου γιατί να τις πληρώνω εγώ !

Γιατί ο από μέσα μου έχει εμμονές είναι κολλημένος με μερικά πράγματα που εγώ τα βρίσκω επικίνδυνα. . Προσπαθώ να του εξηγήσω λοιπόν ότι πρέπει να σοβαρευτεί λιγάκι.
Ότι δεν είναι δυνατόν να τον κουβαλήσω όλη μου την υπόλοιπη ζωή και αυτός να είναι φιξαρισμένος σε ένα μποξεράκι η σε ένα συγκεκριμένο απόλυτο 38ρη του Adolfo Domingues ….
Διάβολε υπάρχουν και άλλα 38ρια.
Εντάξει όχι τόσο απόλυτα αλλά 38 εν πάσης περιπτώσει...
Άσε που στο κάτω κάτω και το 40 δεν είναι υποχρεωτικά άσχημο.

Αυτός όμως τίποτα, εκεί στο κόλλημα του. Και του εξηγώ λογικά και όμορφα : Ακούμε του λέω .
Η ιστορία αυτή είναι παλιά πέρασε . Ξέχνα την μην επιμένεις.
Είναι αγόρι μου σαν να πήγες κινηματογράφο. Το έργο σου άρεσε , ήταν υπέροχο . Αλλά 2 ώρες μετά τελειώνει. Είναι σαν να θέλεις βγαίνοντας από τον κινηματογράφο το έργο να συνεχίζεται στον δρόμο και εσύ να συνοδεύεσαι από την πρωταγωνίστρια.
Δεν γίνεται ούτε στα καρτούν. Ξύπνα σύνελθε. .
Αυτός όμως τίποτα εκεί κολλημένος .
Κοίτα ρε νταλγκά που τραβάει το παλικάρι….
Και έχω τι φταίω να πληρώνω τα γαμισιάτικα….

Τι φταίω ρε δικέ μου να περιμένεις σε κάθε γωνιά το 38αρη σου.
Να σε βγάζω για καφέ και να μου βγάζεις την ψυχή περιμένοντας ότι όπου να είναι θα την δεις μπροστά σου
Να σου βάζω μουσική να σε καθίζω στον καναπέ του σαλονιού, να σου φτιάχνω και γαμώ τους ιρλανδέζικους καφέδες , και εσύ να είσαι καρφωμένος στην πόρτα του διαδρόμου.
Να σε βγάζω βόλτα με το αυτοκίνητο και εσύ αντί να χαίρεσαι τη φύση να ψάχνεις μέσα στον κόσμο στα πεζοδρόμια τη δική σου.
Σε βαρέθηκα μαλάκα. Το κατάλαβες
Δεν σου φταίω τίποτα εγώ. Θα με αφήσεις επιτέλους να κάνω τη ζωή μου.

Και στο κάτω κάτω ας πούμε βρε κόπανε ότι την βλέπεις μπροστά σου.
Ότι έρχεται πάνω σου και σου λέει τις ένα κάρο γλύκες.
Πες μου τι θα κάνεις εκείνη την ώρα. Όχι πες μου για να ξέρω και εγώ.
Γιατί, γαμώτο μου…, πάμε πακέτο οι δυο μας.


Τώρα αυτή τη στιγμή αν έρθει εδώ. Σε ρωτάω τι θα κάνεις. …
Θα πεις ναι η θα πεις όχι.
Δεν ξέρεις !!. εγώ όμως ξέρω
Ξέρω ότι δεν μπορείς να πεις όχι .
Αλλά ξέρω ότι δεν μπορείς να πεις και ναι .
Ξέρω ότι η λύση στο γόρδιο αυτό δεσμό σου είναι μόνο η μέθοδος του Αλεξάνδρου.
Ξέρω ότι το μόνο που θα είχες το κουράγιο να κάνεις είναι να πεθάνεις
Πάντως ούτε ναι ούτε όχι θα μπορούσες να πεις.
Άρα φεύγεις , εγκαταλείπεις , την κάνεις. Είναι η εύκολη λύση.

Άλλωστε η γιαγιά σου δεν έλεγε «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ».
Ίσος είναι η μόνη φορά που του φευγάτου η μάνα θα κλάψει. Αν κλάψει.

Αλλά πες μου εγώ τι φταίω. Εγώ θέλω να κάνω ήσυχα τη ζωή μου.
Να είναι με τον άνθρωπο μου, και ένα φραπέ στο χέρι , μπροστά στην θάλασσα και να κοιτάζω το νερό να κουνιέται.
Να κάθομαι μπροστά στο τζάκι μαζί της και να κοιτάζω τις φλόγες να χορεύουν
Πες μου γιατί πρέπει να σε ανεχθώ σε όλη μου τη ζωή.
Πες μου ……….

ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ

Οδός Θόλου 5, 7 στην πλάκα ,
παλιά, πολύ παλιά., νέος ακόμα
στα εικοσιεφτά μου θαρρώ.
Και ο Γιάννης Αργύρης βραχνός.
Κάποιος γιορτάζει που να ξέρω …
Νοσταλγία, δάκρυα στα μάτια.
Για το τότε ?... Για το τώρα ?....
Άντε να βρει την άκρη …..
Κ εγώ, που να ξέρω ….

Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Η ΣΙΩΠΗ ΣΟΥ

Μπαίνεις σπίτι και σ αρέσει η ησυχία του .
Βγάζεις το σακάκι σου, τα παπούτσια σου και φτιάχνεις ένα καφέ.
Πηγαίνεις μέχρι το παράθυρο με τον καφέ στο χέρι και όρθιος κοιτάς έξω.
Βλέπεις έξω τον κόσμο, την βαβούρα του.
Βλέπεις την απόσταση που σε χωρίζει από αυτούς (6 όροφοι είναι) και αισθάνεσαι ασφαλής. Ξέρεις ότι μόλις τους ξέφυγες . Ότι δεν μπορούν να σε φτάσουν. Είσαι ήσυχος.

Και μετά ανάβεις ένα τσιγάρο και κάθεσαι στον καναπέ.

Μοιάζεις να το απολαμβάνεις. Είσαι ήρεμος και χαλαρός

Όμως σιγά σιγά αρχίζεις να εκνευρίζεσαι. Κάτι δεν πάει, κάτι σε ενοχλεί .
Και σε ενοχλεί όλο και περισσότερο. Κάτι σου παίρνει το κεφάλι.
Κάτι σε ξεκουφαίνει .

Είναι η απέραντη σιωπή γαμωτο.
Είναι που μπαίνοντας στο σπίτι ξέχασες η μάλλον φοβήθηκες να φωνάξεις Μωροοοοοοο. Φοβήθηκες δεν ξέχασες .
Φοβήθηκες τη σιωπή την απέραντη σιωπή . Γιατί ήξερες καλά ότι και αν φώναζες μωροοοοοο …. τίποτα δεν θα έσπαγε τη απέραντη αυτή σιωπή.

Κανείς δεν θα σου απαντούσε ….
…. Ναι μωρό μου … εδώ είμαι. …..

Σε τρελαίνει πραγματικά ο αφόρητος αυτός θόρυβος της σιωπής
Και κάνεις ησυχία για να μην τρομάξεις τη σιωπή σου …
Να μην καταλάβει ότι γύρισες και σου φορτωθεί για όλο το βράδυ ……..

Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΡΙΣΜΑ

Λοιπόν δικέ μου,
Σήμερα το πρωί στο ξύπνημα μου καρφώθηκε να καταλάβω πως είναι δυνατόν να ερωτεύεται ένας περπατημένος σαν εμένα.

Με κοιτάω λοιπόν καλά καλά στον καθρέφτη, μες τα μάτια, και όση ώρα ξυριζόμουνα σκεφτόμουνα και μονολογούσα.

Μεγάλε μου λέω ξέρεις αν μέσα σου αγαπάς,?.. πόσο αγαπάς ?.. με ποιο τρόπο αγαπάς ?.
Τι είδους αγάπη κουβαλάς ? ποσό δυνατή είναι, πόσο μεγάλη, επιτακτική και πιεστική .
Γιατί η αγάπη είναι πίεση. Είναι αυτό το ζούληγμα στο διάφραγμα την ώρα που περνά μια σκέψη, μια θύμηση,

Με κοιτάω λοιπόν μέσα στον καθρέφτη, εμβαθύνω μέσα μου, με ανοίγω και με ψάχνω.

Πω πω ένα σούργελο , ένας ατέλειωτος ρεζίλης.
Ένας φτωχός, φτηνός, ταλαίπωρος ανθρωπάκος.
Ένας φουκαράς με άλλα λόγια. Δεν μπορεί να είμαι εγώ ? Όμως έτσι μου μοιάζω.

Μπορεί να μου μοιάζει αλλά δεν είναι δυνατόν να είμαι εγώ. Εγώ είμαι λογικός άνθρωπος , ενώ αυτός ?.
Αυτός αγαπάει και δεν μπορει να το αποδεχθει, γιατι νομίζει ότι έτσι γκρεμίζει το κατεστημένο.
Αληθεια ποιο κατεστημένο. Το δικό του ή αυτό των αλλων.
Γνωριζει λέει και αποδεχεται τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις.
Συμμερίζεται την επικρατούσα ιδεολογία του έρωτα . Γιατί ιδεολογία είναι όλοι αυτοί οι κανόνες για ηλικιακή, κοινωνική, πνευματική, σύμπλευση.
Οικονομικοκοινωνικές διαστρωματώσεις είναι.

Μαλακίες !!!….
Στο τέλος γκρεμίζεται ο ίδιος στο βάραθρο που έσκαψε με τα ίδια του τα χέρια.

Κουράγιο δεν έχει να παραδεχτεί το χάλι του. Τον φτύνουν και εκείνος λέει ψιχαλίζει. .
Τον δουλεύουν ψιλό γαζί και αυτός μιλάει για «ασύμβατες ιδιαιτερότητες» .
Απλά δεν έχει το κουράγιο να κοιταχτεί καλά στον καθρέπτη .
Να δει την αλήθεια κατάματα.
Να του φωνάξει ο ίδιος στον εαυτό του .
Βρε ρεζίλη των σκυλιών, θα βρεις το κουράγιο να μας απαλλάξεις από την παρουσία σου.

Τότε ξαφνικά ο εγωισμός του φουντώνει. Παίρνει φωτιά . - Σιγά παιδιά φωνάξτε τους πυροσβέστες !!!!!
Το υπερεγώ του, του λέει επιτακτικά.
Εσύ αγόρι μου είσαι ανώτερος άνθρωπος. Εσύ είσαι πλασμένος από αγνά υλικά (φρέσκο βούτυρο και τέτοια)….
Είσαι από μια πάστα ανθρώπων που ο φτωχός κόσμος δεν την καταλαβαίνει.
Είσαι αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής ελίτ του τόπου.
Το πιστεύει ξαφνικά .
Και είναι σίγουρο…. γιατί μόνος του τα λέει μόνος του τα πιστεύει … διάβολε, ….
Και ξαναπαίρνει θάρρος .
Αγαπάω λέει με λογική .Και με προοπτική. Αγαπάω με προγραμματισμό σε βάθος εικοσαετίας. !!!….
Φέξε μου και γλίστρησα …..
Αγαπάω με λογικούς συνειρμούς του είδους «μάρκετ μάρκετινγκ».
Ποσό καλά γνωριζόμαστε , ποσά κοινά ενδιαφέροντα μας ενώνουν.
Μας αρέσει η θάλασσα, το βουνό, η μαρμελάδα βερίκοκο ,ο φραπέ στην παραλία, ο γαύρος πλακί, …….
Η επιλογή μου είναι θαυμάσια. Προχωράω λέει με προοπτική ζωής.
Ολόκληρης ζωής.

Και την άλλη μέρα το πρωί έχει κόψει φλέβες πόντο πόντο, για να μην μπορεί να τις ράψει ο γιατρός , και έχει πάρει σε κοκτέιλ (πιπερμαν) ολόκληρο το φαρμακείο του.

Και είναι όμορφος, δροσερός και άκαμπτος όταν ο ιατροδικαστής αποφανθεί …..
Ο θάνατος επήλθε προ 12ωρου.

Ξαφνικα . αουουουουτς μπουρδέλοοοοο ………..

Θέλετε μια συμβουλή.

Αν σας έρθει να σκεφτείτε και εσείς κάτι τέτοια κάντε το το βράδυ.

Το πρωί στο ξύρισμα κόβεσαι και τσούζει γαμώτο….

ΕΙΝΑΙ ΔΑΚΡΥΑ ΧΑΡΑΣ

Είναι δάκρυα χαράς μου είπες
Και εγώ δεν καταλάβαινα.

Άλλωστε δεν μπορούσα να τα ξεχωρίσω.
Δάκρυ από δάκρυ δεν διαφέρει.
Ποιο είναι της χαράς και ποιο της πίκρας .

Έμοιαζες ευτυχισμένη , τουλάχιστον έτσι μου έλεγες και σε πιστεύω.
Όμως έκλαιγες. Και έκλαιγες πολύ.

Κάποιες μέρες νωρίτερα και πάλι έκλαιγες, από απογοήτευση μου είπες.
Κάποιοι δεν καταλάβαιναν τον αγώνα σου στην ζωή, την κούραση σου.
Έκλαιγες λοιπόν. Και έκλαιγες πολύ.

Και εγώ ….
Εγώ πληγώνομαι και υποφέρω όταν σε βλέπω να κλαις.
Και δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα καταραμένα τα δάκρυα

Αυτά της χαράς από αυτά της θλίψης .

Γιατί θα έπρεπε να γελάω όταν σε βλέπω να κλαις από χαρά
Και να κλαίω μαζί σου όταν κλαις από θλίψη.

ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

( Για την κόρη που δεν έχω )


Κι αν τώρα η ζωή σου συνεχίζει μακριά μου
Μόνη σου πρέπει να προσέχεις πια για δυο.
Πρόσεξε μικρή μου τις σειρήνες με τις κίβδηλες υποσχέσεις τους,
πρόσεξε αυτούς που σου τάζουν τον ουρανό με τα άστρα.
Θυμήσου ότι είσαι ένας μοναδικά προικισμένος άνθρωπος.
Θυμήσου ότι και το μυαλό σου και η κρίση σου είναι υπέροχα και
ότι η προσωπικότητα σου, ο τρόπος που υπάρχεις είναι μοναδικός.
Μην αλλάξεις λοιπόν τίποτα σε σένα, μην προσαρμοστείς στις απαιτήσεις τους.
Διατήρησε το υπέροχο περπάτημα του Ούννου σου και επέκτεινε το.
Κάντο περπάτημα καρδιάς, κάνε το τρόπο ζωής.

Αγχώνεσαι εύκολα , νευριάζεις, θυμώνεις και πεισμώνεις.
Και μετά τρως τον εαυτό σου και τον τιμωρείς σκληρά.
Μην αφήσεις κανένα να ταράξει την ηρεμία σου.
Μην αφήσεις κανένα να σου επιβάλλει το ρυθμό του .
Μην αφήσεις κανένα να επηρεάσει την κρίση σου .
Μην αφήσεις κανένα να σου εξηγήσει τα όνειρα σου.

Με το χέρι στην καρδιά σου λέω …

Πρόσεξε. Συνήθως το κακό στο κάνει αυτός που δεν το περιμένεις

Τους κακούς τους βλέπεις από τους φίλους, τους καλούς να φυλάγεσαι

Και μην ξεχνάς

Είσαι μοναδική

ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

Έξω η θάλασσα καταγάλανη
και δίπλα μου τα μάτια σου
σαν κομμάτι από θάλασσα
ξεχασμένο απ το θεό για μένα.

Και όταν βουρκώνεις στην αγκαλιά μου, ...
φέρνεις όλες τις θάλασσες του κόσμου κοντά μου.

Θλίψη, χαρά , τρυφερότητα,
Ένα λαχτάρισμα στην καρδιά,
Είμαι εδώ δίπλα σου, σου λέω …
Ηρέμισε, πίστεψε και άφησε με,
Άφησε με να απαλύνω τον πόνο.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

Με αναλαμβάνεις …

Με αναλαμβάνεις …

Σε ρώτησα λοιπόν κάποτε με ένα τηλεφώνημα βγαλμένο μέσα από την αγωνία της 57χρονης ζωής μου.

Και εσύ μου είπες ναι,… σε αναλαμβάνω.

Σε αναλαμβάνω …

Μπορώ να σου κρατήσω το χέρι και να οδηγήσω στα βήματά σου;
Μπορώ να ξεκλειδώσω το αμπάρι της ψυχής σου;
Μπορώ να αναλάβω τα θαμμένα μυστικά σου;
Μπορώ να σου προσφέρω σκαρί που να αντέξει στις θύελλες της ζωής σου;
Μπορώ να σε κοιτά κατάματα και να φωτίζω τις ματιές σου;
Μπορώ να σε συμφιλιώσει με τον αγριεμένο εαυτό σου;
Μπορώ να σε βγάλω από το φαύλο κύκλο σου και να σε λυτρώσω;
Μπορώ να σε μάθω να αγαπάς και να υπάρχει διαφορετικά;

σε παίρνω στα χέρια μου, μου είπες και εγώ σου είπα ότι επωμίζομαι την ευθύνη σου

Και σου το είπα με ένα δαχτυλίδι.

Αλήθεια πότε ήταν ?

χθες ? σήμερα ? η μήπως αύριο ?

ΣΕ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ

Ποιος μπορεί να μου κρατήσει το χέρι και να δώσει οδό στα βήματά μου;
Ποιος μπορεί να ξεκλειδώσει το αμπάρι της ψυχής μου και να αναλάβει όλα τα θαμμένα μυστικά μου;
Ποιος μπορεί να μου προσφέρει σκαρί που να αντέξει στις θύελλες της ζωής μου;
Ποιος μπορεί να με κοιτά κατάματα και να φωτίζει τις ματιές μου;
Ποιος μπορεί να με συμφιλιώσει με τον αγριεμένο εαυτό μου;
Ποιος μπορεί να με βγάλει από το φαύλο κύκλο μου και να με λυτρώσει;
Ποιος μπορεί να με μάθει να αγαπώ και να υπάρχω;

Με ρώτησες κάποτε με ένα σου βλέμμα, με ένα τρέμουλο του χεριού σου που χάιδευε το δικό μου πάνω σε ένα πλοίο στο Στρασβούργο.

Και εγώ σου είπα σε αναλαμβάνω.

Σε αναλαμβάνω …


σε παίρνω στα χέρια μου

επωμίζομαι την ευθύνη σου

Σου το είπα δίνοντας σου ένα δαχτυλίδι και εννοούσα όλα αυτά.

Μην ενδώσεις

Άναψες ένα τσιγάρο και φύσηξες τον καπνό.
Και έχω χαμένος κοίταζα τα μάτια σου
να τα πλημμυρίζουν όλες οι θάλασσες του κόσμου.

Ζήτησες ένα τασάκι και σαν υπνωτισμένος σου πρότεινα την χούφτα μου.

Η στάχτη σου ήταν μια σπονδή από ιέρεια της Αθηνάς στο βράχο της ακρόπολης.

Ποτέ τίποτα δεν ήταν παράλογο . Ποτέ τίποτα που να μην τα άξιζες.



Μην ενδώσεις . Μην συμβιβαστείς . Μην δεχθείς ποτέ τίποτα λιγότερο

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΕ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ

Μερικά κείμενα γραμμένα παλαιότερα μπορεί να βγαίνουν σήμερα γιατί μου δείχνουν ότι είθε η ώρα τους.
Κάτι σαν να στέγνωσε η μπογιά σε βαμμένο τοίχο.

Έτσι για κάποιο καιρό τα κείμενα μου θα είναι χρονικά ανακόλουθα.







ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΕ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ


Μεγάλη βδομάδα είναι αυτή και όπως όλους, έτσι και εμάς μάς έπιασε η πάστρα. Είπαμε να καθαρίσουμε το σπίτι και τις ψυχές μας αν και φοβάμαι ότι το παρατραβήξαμε .

Έτσι από την μεγάλη δευτέρα άρχισες να μαζεύεις τα πράγματα σου. Κουτιά καλά και καθαρά κλεισμένα . Και έκλεισες μέσα τους 2 χρόνων κοινή ζωή και αναμνήσεις .

Κάτι σαν να ξόρκιζες το χρόνο που πέρασε . Κάτι σαν να φοβόσουν τη θύμηση της περασμένης μας ζωής. Κάπως σαν να φοβόσουνα τις κατοπινές συγκρίσεις και να θέλησες να χαμηλώσεις τον πήχη. Σαν να ήθελες να σε πείσεις ότι ήμουν τελικά ο κακός για να μπορέσεις να φύγεις από δίπλα μου.
Κάτι σαν να ήθελες να ζήσουμε κι εμείς τον Γολγοθά μας.

Μεγάλη πέμπτη την ώρα που σταυρώνανε το Χριστό, μας ξερίζωσες τις καρδιές . Την ώρα της εκείνη, γύρο στις 9 το βράδυ, μπήκες στο αεροπλάνο και έφυγες για πάντα από κοντά μου. Και τουλάχιστον εμένα μ΄έστειλε με τη μιά στο θάνατο. Γιατί όταν φύγει “η ζωή σου” τι σου μένει ?


Μεγάλη παρασκευή σήμερα και εγώ μαζί με τον τάφο στον οποίο θάψαμε όνειρα και αναμνήσεις πετάω για την Αθήνα.

Αύριο η ανάσταση. …. Υποχρεωτικά η ανάσταση. ….

Και σε κάποιο αύριο θα αναστηθούμε και εμείς .

Μαζί, ή χωριστά ο ένας απ τον άλλο.

Αλλά θα αναστηθούμε . …..

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Τι σημασία έχει αν τώρα κοιτάζομαι στο καθρέφτη ?
Τι σημασία έχει αν σε ψάχνω μέσα του σαν να θυμόταν ίσως την μορφή σου ?
Τι σημασία έχει εάν ήσουν υπέροχη, γλυκιά και θεϊκή, τρυφερή σαν όνειρο, αιθέρια σαν οπτασία ?
Αφού ξέρω ότι όταν σε πίεσα λίγο, ο κακός σου εαυτός, ο νευρικός, ξεπήδησε έτσι απότομα και απρόσκλητα από μέσα σου και εγκαταστάθηκε για πάντα ανάμεσα μας.
Τι νόημα έχει όταν ξέρω ότι στο πρώτο παραπάτημα, στην πρώτη μικρή πίεση ήρθε πάλι σαν απρόσκλητος επισκέπτης ?
Και μεγάλωσε την απόσταση ανάμεσα μας και στο τέλος αντί για δίπλα μου είσαι απέναντί μου και καμία διαφορά δε έχουμε τώρα από οποιοδήποτε άλλον…
Τι νόημα έχει που σε ψάχνω ακόμα μέσα στο καθρέφτη.
Τι νόημα …..

ΣΑΝ ΛΙΓΟ ΑΠΟ ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ

Σαν λίγο από Γιασουνάρι Καβαμπάτα "Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών" προς το τέλος, λίγο από Τριστάνος και Ιζόλδη, (Tristan and Isolde) στην αρχή μου φέρνει τούτο το κείμενο.

Είναι κείμενο πάνω στις πικρές του έρωτα και τη χαρά της απόγνωσης.

Στ αλήθεια : Τι είναι η αγάπη? ζωή ή θάνατος .
ή μήπως είναι ζωή και θάνατος μαζί !

Λάτρεψες κάποιον και εξακολουθείς να τον λατρεύεις.
Και τον λατρεύεις ξέροντας ότι ποτέ πια δεν θα τον έχεις δίπλα σου.

Όμως αυτό δεν έχει σημασία .

Εσύ αγαπάς μόνος σου. Μέσα σου .
Γιατί έτσι σου και δεν περιμένεις τίποτα από κανένα

Και στην περίπτωση αυτή η αγάπη είναι ίσως ιδιαίτερα δυνατότερη .
Όταν αγαπάς συνειδητά κάποιον που δεν έχεις, δεν έχεις αυταπάτες.
Δεν περιμένεις να γυρίσει .
Δεν περιμένεις να σε αγαπήσει .

Έχεις όμως βρει το κουράγιο να αποδεχθείς τον εαυτό σου.
Την ύπαρξη σου η για την ακρίβεια το κενό μέσα σου.
Να αποδεχτείς ότι αγαπάς αδιέξοδα .
Αυτή η αδιέξοδη αλλά τόσο δυνατή αγάπη είναι που μου θυμίζει κάτι από Ιζόλδη .
Μια αγάπη αυτόνομη και αυτάρκης αποκομμένη από τα πάντα.
Που ζει μέσα σου από μόνη της και για αυτή.
Και εσύ ?
Πρέπει να βρεις το κουράγιο.
Πρέπει μεγάλε να βρεις το κουράγιο να βγεις από το μοναχικό αυτό παιχνίδι.
Να παραδεχθείς ότι έχασες.
Ότι έχασες όχι από κάποιον καλύτερο σου αλλά από την βλακεία σου.
Παντός πρέπει να βρεις το κουράγιο να το παραδεχθείς
Και να σε βγάλεις από το παιχνίδι.
Να σε βγάλεις από το δαίδαλο αυτής της ζωής .
Θα είναι πολύ καλύτερα για όλους.
Σήμερα δεν ξέρεις αν θα είχες το κουράγιο να ξαναζήσεις μαζί της.
Ξέρεις όμως. Και το ξέρεις όσο καλύτερα γίνεται.
Την αγαπάς αγνά και αθεράπευτα.
Ξέρεις ότι αν σήμερα γύρναγε σε σένα, ίσος να μην εύρισκες το κουράγιο να ξαναρχίσεις να ζεις μαζί της, θα εύρισκες ομως σίγουρα το κουράγιο να πεθάνεις δίπλα της , με ανακούφιση, και χωρίς να την προδώσεις .

Χωρίς να την αγγίξεις.
Χωρίς να την λερώσεις, χωρίς να την σπιλώσεις

Και αυτό μου θυμίζει Καβαμπάτα. κάτι από το "Σπίτι των Κοιμισμένων Κοριτσιών"

Σ εσάς ?

Πονάει, σαν κόψιμο από χαρτί...

Αυτό δεν είναι δικό μου
Είναι της pitsilotis
Εγώ απλά το υιοθέτησα

http://www.pitsiloti.blogspot.com


Τρίτη, 25 Μάρτιος 2008
Πονάει, σαν κόψιμο από χαρτί...
Μιά τόση δα, λεπτή, αόρατη σχεδόν γραμμή. Eνα κόψιμο που δεν το βλέπεις, αλλά που τσούζει και πονάει, και φτάνει ο πόνος μέχρι το κόκαλο, και σου τρυπάει την καρδιά.Μιά χαρακιά, που σου τσακίζει την ψυχή αλλά που η ουλή της θα κλείσει απ' έξω, και θα είναι πάντα ανοιχτή από μέσα.....Αυτές οι πληγές δεν κλείνουν ποτέ τελικά...Και είτε είναι αλάτι , είτε είναι άρωμα αυτό που ακουμπάει πάνω, πάντα τσούζουν για να σου θυμίζουν το κόψιμο.Κάποτε αγάπησα σκέφτεσαι τότε..... πριν κοπώ, αγαπούσα πολύ...Και τώρα συνεχίζω να αγαπάω, αλλά τώρα πονάει ! Και έτσι, τώρα τραβάω το χέρι μου μακριά, το φέρνω στο στόμα και γλύφω την πληγή.......

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Όταν η ζωή σου ξεπερνιέται γίνεται αγάπη
Όταν η αγάπη ξεπερνιέται γίνεται έρωτας
Όταν ο έρωτας ξεπερνιέται γίνεται θυσία
Όταν η θυσία ξεπερνιέται γίνεται θάνατος
Όταν ο θάνατος ξεπερνιέται γίνεται ζωή

Η μεγάλη και η μικρή Νεφέλη

Ήθελες ένα παιδί από εμένα και εγώ ήθελα ένα δικό μας παιδί.
Σου έλειπε αυτό το παιδί, και λογικά, ήθελες να γίνεις μητέρα.
Ήθελα και εγώ να γίνω πατέρας του παιδιού μας.
Το ήθελα όσο και εσύ αλλά κάτι με μπέρδευε.
Εγώ ήθελα μια μικρή κατάξανθη γαλανομάτα Νεφέλη, αλλά συγχρόνως την είχα κιόλας
Η μικρή μας Νεφέλη και η μικρή μου Νεφέλη.
Η δική σου Νεφέλη και οι δικές μου Νεφέλες.

Είναι αλήθεια η δικές μου, τουλάχιστον η μια, ήταν λίγο μεγαλύτερη.
Ήταν όμως η Νεφέλη μου, το μωρό μου, το δικό μου το παιδί.
Όσο ήταν δίπλα μου, το φρόντιζα, το πρόσεχα, του έκανα όλα τα χατίρια.
Το έβαζα για ύπνο κάθε βράδυ και την κράταγα σφιχτά στην αγκαλιά μου μη μου ξεσκεπαστεί.
Την πρόσεχα κάθε πρωί. Την σκέπαζα μην μου κρυώσει. Έκλεινα γρήγορα το ξυπνητήρι μη και μου την ξυπνήσει.
Την ρώταγα ψιθυριστά, με ένα τρυφερό φιλάκι στο αυτί, αν ήθελε καφέ και αυτή η μικρή μου έλεγε «ναι πακαλώ» .
Της ετοίμαζα το πρωινό της όπως κάνεις για όλα τα μωρά.
Της ζέσταινα την ρόμπα της στο καλοριφέρ, για να μην την λαχταρίσει το πρώτο άγγιγμα του ρούχου στο ζεστό της κορμάκι.
Την ξεσκέπαζα όταν έπρεπε να την ξυπνήσω και ενώ εκείνη τεντωνότανε, όπως όλα τα μικρά, μου έλεγε «κυώνω, κυώνω».
Την έντυνα γρήγορα και της έτριβα απαλά την πλάτη για να ζεσταθεί και συγχρόνως να ξυπνήσει.
Την πήγαινα αγκαλιά μέχρι το τραπέζι που της είχα τον καφέ και την Madeleine της.

Κάπνιζε το πρώτο της τσιγάρο, έπινε την πρώτη γουλιά καφέ.

Και γινόταν τότε ξαφνικά η πανέμορφη και λατρεμένη μου Νεφέλη.

Η δική μου Νεφέλη.
Η γυναίκα μου