Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

.

Το απόγευμα ήταν γλυκό αλλά όχι ακόμα πολύ ζεστό.
Βλέπεις είναι ακόμα αρχές Μαΐου
Φτάνοντας στο παλιό λιμάνι κάναμε μια μικρή βόλτα στην προκυμαία και κάπου εκεί στη μέση σου έδειξα και την δική μου προβλήτα.
Διστακτικά λίγο, γιατί δεν ήμουν σίγουρος ότι θα την εγκρίνεις η μάλλον γιατί δεν ήμουν σίγουρος πόσο θα την χρησιμοποιούσες μαζί μου πηγαίνοντας για ψάρεμα.
Στην έδειξα λοιπόν φευγαλέα και παίρνοντας σε από τους ώμους σου πρότεινα να καθίσουμε στο πρώτο τραπεζάκι μπροστά στην μικρή πλατεία του λιμανιού.

Κάθισα δίπλα σου γύρισα λίγο την καρεκλά μου για να έχω και εγώ την ίδια θέα με εσένα στο λιμάνι και την θάλασσα.

Παραγγείλαμε δυο ούζα στον Κώστα και όταν τα έφερε καθίσαμε αμίλητοι και σιγοπίνοντας απολαμβάναμε το σούρουπο.

Σε κοίταζα να έχεις καρφώσει το βλέμμα σου στον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα ενώνεται και μπερδεύεται με τον ουρανό.
Εκεί που η πραγματικότητα ενώνεται και μπερδεύεται με το όνειρο.
Προσπαθούσα να διαβάσω την σκέψη σου αλλά δεν τα κατάφερνα. Είχα όμως την βεβαιότητα, διαβάζοντας την ηρεμία και την χαλάρωση στο πρόσωπο σου, ότι ήταν σκέψεις όμορφες και φωτεινές.

Κοίταγα τα καστανόξανθα μαλλιά σου να κοκκινίζουν καθώς φωτίζονταν από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, που ετοιμαζόταν να κατεβεί πίσω από το βουνό και φώτιζε ακόμα όσο προλάβαινε τον ουρανό και την θάλασσα με τα πιο κόκκινα χρώματα του.
Και η αύρα της θάλασσας σαν για να μην μείνει παραπονεμένη βάλθηκε και αυτή να σου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
Και εγώ σε κοίταγα με το βλέμμα να τρυπάει τον ορίζοντα και να πλανιέται σε κόσμους ονειρικούς, ανήμπορος να σε διακόψω, ανήμπορος να αντισταθώ, ανήμπορος να αρθρώσω μια λέξη.
Σε ρούφαγα με τα ρουθούνια μου μαζί με το αλάτι της γλυκιάς θαλασσινής αύρας ανακατεμένο με την μυρωδιά της λεμονιάς, δίπλα μας.

Κάποια στιγμή έμπλεξα τα δάκτυλα μου στα μαλλιά σου σαν από ζήλια. Σαν να ζήλευα τις μοναχικές σου σκέψεις επειδή δεν ήμουν σίγουρος ότι βρισκόμουνα μέσα σε αυτές.
Και εσύ γύρισες αργά, νωχελικά, το κεφάλι σου προς τα πίσω αφήνοντας το ακουμπισμένο στην παλάμη μου σαν για να μου δείξεις ότι μ εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι σε μένα..
Ένα τόσο όμορφο συναίσθημα με πλημμύρισε που δεν μου άφηνε καμία πιά δυνατότητα αντίδρασης.
Είχα μείνει έτσι ακίνητος όταν, ο Κώστας, μας έβγαλε από αυτό το όνειρο και μας προσγείωσε ξανά στην πραγματικότητα.

Θα σας ετοιμάσω κάτι να φάτε μας ρώτησε, και κοιταχτήκαμε και οι δυο μας παράξενα. Είναι αλήθεια ότι είχαμε αρχίσει να πεινάμε αλλά συγχρόνως είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε ότι θα μπορούσαμε να φάμε κιόλας.
Τόσο ήταν έντονος και μαγευτικός ο λήθαργος μας.

Παραγγείλαμε κάποια ψάρια και όταν ετοιμάστηκαν αρχίσαμε να τρώμε στο προχωρημένο σούρουπο ξεχωρίζοντας πια δύσκολα την διαχωριστική γραμμή της θάλασσας και του ουρανού στον ορίζοντα.

Τα φώτα άναψαν σιγά σιγά γύρο από το μικρό λιμάνι και οι δυο μεγάλοι προβολείς που φώτιζαν την θάλασσα και τα βράχια, με τα μικρά βαρκάκια δεμένα να νανουρίζονται γλυκά στο νερό και τα πελώρια ευκάλυπτα να τρεμοπαίζουν τα φύλλα τους γύρο από την προβλήτα, έκαναν το θέαμα, εξωπραγματικά μαγευτικό.

Τα δυο ζευγάρια που καθόντουσαν στο τραπεζάκι, λίγο πιο πίσω από εμάς έφυγαν και αυτά εδώ και μισή ώρα, μαζί με τον Κώστα, κλείνοντας το μαγαζί.
Μείναμε οι δυο μας στην έρημη πια πλατεία να απολαμβάνουμε την ηρεμία της νύχτας.
Να απολαμβάνουμε τις μοναδικές, αξέχαστες, αυτές στιγμές ηρεμίας που δύσκολα θα ξαναβρούμε όσο πλησιάζει το καλοκαίρι.

Εκείνο που ήταν όμως αξέχαστα μοναδικό ήταν η επιστροφή μας στο σπίτι.
Ανεβήκαμε στο δωμάτιο μας και σταθήκαμε μπροστά στην μπαλκονόπορτα κοιτάζοντας την θάλασσα είκοσι μέτρα μακριά μας.
O ουρανός είχε ανάψει όλα του τα φώτα και όλα, μαζί με την ανταύγεια τους, στη θάλασσα μπροστά μας, φώτιζαν το πρόσωπο σου. Φώτιζαν ολόκληρο το κορμί σου. Σε φώτιζαν και είμαι βέβαιος ότι κοκκίνιζαν από ντροπή στο άγγιγμα σου.Καθίσαμε αρκετή ώρα εκεί, εγώ πίσω σου, κρατώντας σε αγκαλιά, μυρίζοντας το άρωμα των μαλλιών σου και κοιτάζοντας αυτό το υπέροχο θέαμα μπροστά μας.
Και όταν πια η κούραση της ημέρας και η προχωρημένη νύχτα μας κάλεσαν να κοιμηθούμε η θάλασσα ανέλαβε να μας νανουρίσει μέχρι το πρωί με το σιγανό ρυθμικό της τραγούδι.

.

1 σχόλιο:

Χριστίνα Ανέφελη είπε...

Τι όμορφη ιστορία... Όλο και περισσότερο μου αρέσει το γράψιμό σου. Καθάριο, αλλά χωρίς να του λείπει η προσωπική αλήθεια και το συναίσθημα.
Σ' ευχαριστώ που μοιράζεσαι αυτές τις διηγήσεις μαζί μας!

Το πιο πρόσφατο ποστ μου είναι συμμετοχή σε μπλογκο-παιχίδι. Δεδομένου ότι ήθελες να χαμηλώσεις τον ρυθμό των αναρτήσεών σου, είπα αρχικά να μη σε πιέσω προσκαλώντας σε σ'αυτό. Θα ήθελα πολύ όμως να σε δω, αν και όποτε έχεις τη διάθεση, να παίζεις. Σου στέλνω "ανοιχτή πάσα" :-)

Καλό βράδυ από μένα! Να είσαι καλά!