Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

ΜΕ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΓΙΟ

.
Σε έψαχνα, η μάλλον … ήλπιζα να σε βρω.
Ήξερα ότι κοιμόσουν στο κάτω δωμάτιο ενώ εγώ με τον μικρό στο επάνω, το αυτοκρατορικό.
Προσπαθούσα να καταλάβω αν είσαι στο δωμάτιο σου ή αν γύρισες στην παραλία.
Προσπαθούσα να ακούσω την αναπνοή σου, να αισθανθώ τους χτύπους την καρδιά σου, να καταλάβω αν είσαι εδώ, αν είσαι κοντά μου.
Αν είσαι μόνο λίγα μέτρα μακριά μου, τα τρία αυτά μέτρα που χώριζαν τους δύο ορόφους των δωματίων μας.
Αλλά το μόνο που κατόρθωνα ήταν να ακούω την δική μου αναπνοή και να αισθάνομαι τους κτύπους της δικής μου της καρδιάς.

Και είναι αλήθεια ότι κτυπούσε όλο και πιο γρήγορα όσο η σκέψη μου σε έφερνε μπροστά μου, με το κόκκινο ολόσωμο μαγιό σου, να αγκαλιάζει σφικτά, χωρίς ντροπή, το βρεγμένο με αλμύρα κορμί σου.
Όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μου, νωρίτερα , κάτω από τον πελώριο ευκάλυπτο που χρησιμοποιούμε σαν ομπρελά αισθάνθηκα πολύ παράξενα.
Αισθάνθηκα , μεγάλος άντρας πια , να φουντώνω και να κοκκινίζω σαν μικρό παιδί.
Σε ρώτησα αν ήθελες πετσέτα να σκουπιστείς, ελπίζοντας ότι θα με άφηνες να σε σκουπίσω, αλλά, με ένα βλέμμα σου γεμάτο χαμόγελο και τρυφερότητα, μου ζήτησες μόνο κάτι να πιεις και κάθισες στην πολυθρόνα.
Σου προσέφερα ένα ποτήρι ούζο.
Βλέπεις ήταν σχεδόν μια η ώρα και στο τραπέζι είχαμε ήδη βγάλει τους μεσημεριανούς μεζέδες.

Μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου κρυφοκοίταζα τώρα προς την μεριά της θάλασσας ελπίζοντας, δυο πράγματα συγχρόνως.
Ότι εσένα δεν θα σε πιάνει ύπνος, και ….. ότι ο μικρός θα κοιμηθεί γρήγορα.

Είναι αλήθεια ότι εσύ δεν νύσταζες αυτό το μεσημέρι, γιατί σε είδα να περπατάς στον διάδρομο πηγαίνοντας προς την ήδη έρημη παραλία. Δυστυχώς όμως για μένα δεν έδειχνε να νυστάζει ούτε ο μικρός, και δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του.

Έτσι από τις γρίλιες του παραθύρου, κρυφά, σαν μαθητής του γυμνασίου, με την καρδιά μου να κτυπάει ολοένα και πιο γρήγορα σε κοίταζα να απλώνεις την πετσέτα σου μπροστά από το σπίτι, πάνω στην άμμο, και να κάθεσαι προσεκτικά επάνω της.
Με την πλάτη γυρισμένη προς το σπίτι, σε είδα να κατεβάζεις τις τιράντες του μαγιό σου και να ξαπλώνεις έτσι μισόγυμνη στο ήλιο.
Και εγώ τότε ζήλεψα τον ήλιο που μπορούσε να αγγίζει το κορμί σου ενώ εγώ ήμουν μόλις είκοσι μέτρα μακριά σου.

Ήσουν ξαπλωμένη έτσι, όταν ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στην φωτογραφική μηχανή πάνω στο τραπέζι, δίπλα από το κρεβάτι μου .
Με σιγανά βήματα για να μην με καταλάβει κανείς, πήρα την μηχανή στα χέρια μου και ξαναγύρισα στο παράθυρο.
Και ….. σαν να με είχες καταλάβει, σαν να είχες αισθανθεί το βλέμμα μου να χαϊδεύει το κορμί σου γύρισες σιγά, νωχελικά, και έδειχνες πια την πλάτη σου στον ήλιο.

Αυτή τη φωτογραφία την έχω κάπου φυλαγμένη. Δεν θυμάμαι αν είναι κάπου στο αρχείο μου η μόνο μέσα στο μυαλό μου. Πάντως αυτή κοιτάζω τώρα . Αυτή του μυαλού μου που είναι διατηρημένη πεντακάθαρη αλλά που δυστυχώς δεν μπορώ να την τυπώσω.

Αυτή που για χρόνια τώρα είχα , αλλά και για πολλά ακόμα θα έχω, κρυμμένη μέσα μου.

Αυτή τη θύμηση, μικρή μου, που ζωντανεύει εσένα και εμένα στα χρόνια της νιότης μας και σε επανατοποθετεί στο στερέωμα της αυριανής συνέχισης τους.


.

Δεν υπάρχουν σχόλια: