Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Ένα παγκάκι στη σκεπή.


Ένα παγκάκι και ένα δεντρο στη σκεπη οκτώ ορόφους πιο κοντά στ΄ αστέρια , και εγώ καθισμένος εκεί, … πίσω από το στρογγυλό μαρμάρινο τραπεζάκι.

Ένα καμπάρι στο ποτήρι και ένα μαξιλαράκι στην πλάτη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην τζαμαρία πίσω μου, κοιτάω τα χλωμά αστέρια στο θολό αθηναϊκό ουρανό και σε περιμένω.

Ξέρω ότι θα σε ακούσω να έρχεσαι από τη στιγμή που θα μπεις στην πολυκατοικία.
Πιο πριν όμως ?? . Αυτό είναι που με αγχώνει. … Το πιο πριν ...
Έρχεται από μακριά, μου λέω μονολογώντας, και έχει και κίνηση σήμερα στην Αθήνα.
Ναι αλλά το ήξερε και θα ξεκίνησε σίγουρα νωρίτερα, … μου ξανάλεω.
Αν όμως θέλει με κάνει να περιμένω? … Είναι κουτό, μου ξαναλέγω, έτσι και αλλιώς εγώ δεν θα έφευγα από την ταράτσα μου.
Άρα … ηρέμισε και περίμενε . Εξάλλου μου είπε ότι θα έρθει γύρο στις εννέα και είναι ακόμα παρά τέταρτο.
Ναι αλλά δεν θα μπορούσε να έρθει μισή ώρα νωρίτερα, μου ξαναλέγω, αφού ξέρει την αγωνιά μου. Ξέρει την λαχτάρα μου να την έχω κοντά μου, να την πάρω στην αγκαλιά μου. Αυτή δεν έχει την ίδια λαχτάρα ? …
Να που τώρα θέλω και την επιβεβαίωση της αγάπης της, σαν να μη μου ήταν αρκετό ότι έρχεται από την άλλη άκρη της Αθήνας για μένα μετά από ένα μόνο πρωινό μου τηλεφώνημα…. Είμαι τελικά πολύ εγωιστής. …

Το καμπάρι μου τελειώνει και σκέφτομαι να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου.
Αλλά είμαι τόσο αγχωμένος μη τυχόν και δεν την ακούσω να έρχεται όσο θα βρίσκομαι στην κουζίνα, που προτιμάω να περιμένω λίγο ακόμα με το ποτήρι μου άδειο.

Ξανακοιτάω το ρολόι μου. Είναι οκτώ και πενήντα πέντε. Εντάξει δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, … Ηρέμισε , …. Είσαι μεγάλο αγόρι.

Αποφασίζω να μου βάλω ένα ούζο με πολλά παγάκια. Κάνει ζέστη Ιούλιο μήνα στην Αθήνα, ακόμα και στις εννέα το βράδυ.

Κοιτάζω στη άκρη της ταράτσας, μερικά μέτρα δίπλα μου, την ελίτσα, φυτεμένη στο βαρέλι της. Έχει μεγαλώσει πολύ από πέρσι. … Έγινε ολόκληρο δέντρο πια.
Την κοιτάζω και το μυαλό μου ταξιδεύει … Η μάλλον την κοιτάζω και μας ταξιδεύω….
Μας φαντάζομαι στην παράλια . Σε μια κάποια παραλία με πελώριες γέρικες ελιά και εμάς ξαπλωμένους στον ίσκιο της μιας από αυτές, αυτής κοντά στην παραλία, μετά το μπάνιο.

Ταξιδεύω έτσι για αρκετή ώρα, κάπου ανάμεσα στο νωχελικό μεσημεριάτικο ξάπλωμα και στα πρώτα αγγίγματα του χεριού μου στο σώμα σου, … όταν ξαφνικά ο θόρυβος του ασανσέρ με ξαναπροσγειώνει στην πραγματικότητα.

Ήρθε επιτέλους λέω . Ήρθε βέβαια με καθυστέρηση μονολογώ και κοιτάζω το ρολόι μου . Είναι μόνο εννέα και πέντε, και είναι ήδη εδώ.

Όταν άκουσα τα βήματα της στη σιδερένια στριφτή σκάλα οι παλμοί της καρδιάς μου
χτύπησαν κόκκινο, και τα χέρια μου αδέξια δεν εύρισκαν πού να ακουμπήσουν το ποτήρι που κρατούσαν.

Την περίμενα στο πλατύσκαλο . Την αγκάλιασα και την φίλησα , … αδέξια και βιαστικά, ….

Δεν κατάλαβα ποτέ μου γιατί είχα τόσο άγχος. Δεν ήταν δα και η πρώτη γυναίκα στην ζωή μου. Ναι αλλά αυτή ήταν ξεχωριστή. Ήταν η πρώτη μεγάλη και κρυφή αδυναμία μου.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο η σχέση μου μαζί της είχε πάντα αυτή την άλλη διάσταση.
Μια γεύση από μέλι με κερήθρα. Μια πολύ γλυκιά και αδρή γεύση.

Από την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε , πάνε χρόνια τώρα, μικρό κορίτσι αυτή , νεαρός φοιτητής ακόμα εγώ, συνωμοτικά , αποφασίσαμε να κρατήσουμε τη σχέση μας κρυφή ακόμα και από εμάς τους ίδιους.
Έτσι ούτε και εμείς δεν ξέραμε στο τέλος αν είχαμε ποτέ ξαναβρεθεί μαζί, και κάθε φορά ήταν για μας σαν να ήταν η πρώτη.
Το ίδιο άγχος, … η ίδια πάντα γεύση στο πρώτο μας φιλί, … οι ίδιες αδέξιες κινήσεις.

Και μετά καθίσαμε στο παγκάκι ….

Έβαλα και σ΄ αυτήν ένα ούζο και μας ευχηθήκαμε στην υγειά μας. …. Και σιγοπίνοντας ….
Μείναμε έτσι, ο ένας δίπλα από τον άλλο, … εκεί, αγκαλιασμένοι όλο το βράδυ, οκτώ ορόφους πιο κοντά στον ουρανό.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: