Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟΝ ΜΥΛΟ

.

Είναι νωρίς το απόγευμα και τώρα, και βγαίνοντας από το δωμάτιο μας
Με ένα καφέ στο χέρι καθίσαμε στα σκαλοπάτια απέναντι από την θάλασσα.
Δεν μιλούσε κανένας μας ούτε εγώ ούτε εσύ δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να πούμε κάτι, που να διακόψει της φλυαρία της θάλασσας με την άμμο , του νερού με την στεριά.
Μόνο καθόμαστε και κρυφακούγαμε.
Και αρκετή ώρα μετά, όρθιος ένα σκαλί πιο κάτω, χωρίς άλλη κουβέντα σου άπλωσα το χέρι και εσύ το πήρες στο δικό σου.
Με βήματα αργά πάνω στην άμμο, δίπλα στο φλύαρο γαλάζιο νερό , προχωράμε για την παλιό γέρικο μύλο. Η για την ακρίβεια ότι έμεινε όρθιο από αυτόν.
Ότι άφησε ακόμα όρθιο η χειμωνιάτικη αγριάδα της ίδιας φλύαρης σήμερα θάλασσας.

Σιγαλά ,σιωπηλά, το ένα βήμα μας μετά το άλλο, αφήνοντας τα σημάδια τους πάνω στην άμμο, πλησιάζουμε έτσι πιασμένοι από το χέρι στον γέρικο μισογκρεμισμένο πύργο.

Η ημέρα είναι ακόμα πολύ ζεστή και ο ήλιος μόλις άρχισε να μειώνει την μεσημεριανή του ένταση.
Και εγώ δίπλα σου από την μεριά της θάλασσας , ανάμεσα σε σένα και σε αυτήν, να τυραννιέμαι από ένα φοβερό δίλημμα.
Εγώ ανάμεσα σας , ανάμεσα στο χέρι που κρατάει το χέρι μου και στο κάλεσμα της, αυτής που από παιδί έχει πάρει την ψυχή μου.

Απόγνωση ….

Τελικά ποιο κάλεσμα να ακούσω, σε ποιανής την αγκαλιά να γύρω, σε ποια ευτυχία να κολυμπήσω την ψυχή μου.

.

1 σχόλιο:

Χριστίνα Ανέφελη είπε...

"Σε ποια ευτυχία να κολυμπήσω την ψυχή μου..."

Απόγνωση.

Κάθε που αρχίζει το καλοκαίρι με πνίγει η μοναξιά μου. Η θηλιά της σφίγγει ακόμη πιο βασανιστικά τον ταλαίπωρο λαιμό μου. Μόνο που δεν βρίσκω το κουράγιο να βυθιστώ στις αναμνήσεις μου όπως εσύ. Με πονάει.

Παρ' όλα αυτά χαίρομαι πάντα να ακούω (και να διαβάζω, εν προκειμένω) χρωματιστές, μελωδικές εξιστορήσεις όπως οι δικές σου. Το 'χω ανάγκη να ταξιδεύω, έστω κι έτσι.

Καλό σου απόγευμα!