Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

.

Το απόγευμα ήταν γλυκό αλλά όχι ακόμα πολύ ζεστό.
Βλέπεις είναι ακόμα αρχές Μαΐου
Φτάνοντας στο παλιό λιμάνι κάναμε μια μικρή βόλτα στην προκυμαία και κάπου εκεί στη μέση σου έδειξα και την δική μου προβλήτα.
Διστακτικά λίγο, γιατί δεν ήμουν σίγουρος ότι θα την εγκρίνεις η μάλλον γιατί δεν ήμουν σίγουρος πόσο θα την χρησιμοποιούσες μαζί μου πηγαίνοντας για ψάρεμα.
Στην έδειξα λοιπόν φευγαλέα και παίρνοντας σε από τους ώμους σου πρότεινα να καθίσουμε στο πρώτο τραπεζάκι μπροστά στην μικρή πλατεία του λιμανιού.

Κάθισα δίπλα σου γύρισα λίγο την καρεκλά μου για να έχω και εγώ την ίδια θέα με εσένα στο λιμάνι και την θάλασσα.

Παραγγείλαμε δυο ούζα στον Κώστα και όταν τα έφερε καθίσαμε αμίλητοι και σιγοπίνοντας απολαμβάναμε το σούρουπο.

Σε κοίταζα να έχεις καρφώσει το βλέμμα σου στον ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα ενώνεται και μπερδεύεται με τον ουρανό.
Εκεί που η πραγματικότητα ενώνεται και μπερδεύεται με το όνειρο.
Προσπαθούσα να διαβάσω την σκέψη σου αλλά δεν τα κατάφερνα. Είχα όμως την βεβαιότητα, διαβάζοντας την ηρεμία και την χαλάρωση στο πρόσωπο σου, ότι ήταν σκέψεις όμορφες και φωτεινές.

Κοίταγα τα καστανόξανθα μαλλιά σου να κοκκινίζουν καθώς φωτίζονταν από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, που ετοιμαζόταν να κατεβεί πίσω από το βουνό και φώτιζε ακόμα όσο προλάβαινε τον ουρανό και την θάλασσα με τα πιο κόκκινα χρώματα του.
Και η αύρα της θάλασσας σαν για να μην μείνει παραπονεμένη βάλθηκε και αυτή να σου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
Και εγώ σε κοίταγα με το βλέμμα να τρυπάει τον ορίζοντα και να πλανιέται σε κόσμους ονειρικούς, ανήμπορος να σε διακόψω, ανήμπορος να αντισταθώ, ανήμπορος να αρθρώσω μια λέξη.
Σε ρούφαγα με τα ρουθούνια μου μαζί με το αλάτι της γλυκιάς θαλασσινής αύρας ανακατεμένο με την μυρωδιά της λεμονιάς, δίπλα μας.

Κάποια στιγμή έμπλεξα τα δάκτυλα μου στα μαλλιά σου σαν από ζήλια. Σαν να ζήλευα τις μοναχικές σου σκέψεις επειδή δεν ήμουν σίγουρος ότι βρισκόμουνα μέσα σε αυτές.
Και εσύ γύρισες αργά, νωχελικά, το κεφάλι σου προς τα πίσω αφήνοντας το ακουμπισμένο στην παλάμη μου σαν για να μου δείξεις ότι μ εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι σε μένα..
Ένα τόσο όμορφο συναίσθημα με πλημμύρισε που δεν μου άφηνε καμία πιά δυνατότητα αντίδρασης.
Είχα μείνει έτσι ακίνητος όταν, ο Κώστας, μας έβγαλε από αυτό το όνειρο και μας προσγείωσε ξανά στην πραγματικότητα.

Θα σας ετοιμάσω κάτι να φάτε μας ρώτησε, και κοιταχτήκαμε και οι δυο μας παράξενα. Είναι αλήθεια ότι είχαμε αρχίσει να πεινάμε αλλά συγχρόνως είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε ότι θα μπορούσαμε να φάμε κιόλας.
Τόσο ήταν έντονος και μαγευτικός ο λήθαργος μας.

Παραγγείλαμε κάποια ψάρια και όταν ετοιμάστηκαν αρχίσαμε να τρώμε στο προχωρημένο σούρουπο ξεχωρίζοντας πια δύσκολα την διαχωριστική γραμμή της θάλασσας και του ουρανού στον ορίζοντα.

Τα φώτα άναψαν σιγά σιγά γύρο από το μικρό λιμάνι και οι δυο μεγάλοι προβολείς που φώτιζαν την θάλασσα και τα βράχια, με τα μικρά βαρκάκια δεμένα να νανουρίζονται γλυκά στο νερό και τα πελώρια ευκάλυπτα να τρεμοπαίζουν τα φύλλα τους γύρο από την προβλήτα, έκαναν το θέαμα, εξωπραγματικά μαγευτικό.

Τα δυο ζευγάρια που καθόντουσαν στο τραπεζάκι, λίγο πιο πίσω από εμάς έφυγαν και αυτά εδώ και μισή ώρα, μαζί με τον Κώστα, κλείνοντας το μαγαζί.
Μείναμε οι δυο μας στην έρημη πια πλατεία να απολαμβάνουμε την ηρεμία της νύχτας.
Να απολαμβάνουμε τις μοναδικές, αξέχαστες, αυτές στιγμές ηρεμίας που δύσκολα θα ξαναβρούμε όσο πλησιάζει το καλοκαίρι.

Εκείνο που ήταν όμως αξέχαστα μοναδικό ήταν η επιστροφή μας στο σπίτι.
Ανεβήκαμε στο δωμάτιο μας και σταθήκαμε μπροστά στην μπαλκονόπορτα κοιτάζοντας την θάλασσα είκοσι μέτρα μακριά μας.
O ουρανός είχε ανάψει όλα του τα φώτα και όλα, μαζί με την ανταύγεια τους, στη θάλασσα μπροστά μας, φώτιζαν το πρόσωπο σου. Φώτιζαν ολόκληρο το κορμί σου. Σε φώτιζαν και είμαι βέβαιος ότι κοκκίνιζαν από ντροπή στο άγγιγμα σου.Καθίσαμε αρκετή ώρα εκεί, εγώ πίσω σου, κρατώντας σε αγκαλιά, μυρίζοντας το άρωμα των μαλλιών σου και κοιτάζοντας αυτό το υπέροχο θέαμα μπροστά μας.
Και όταν πια η κούραση της ημέρας και η προχωρημένη νύχτα μας κάλεσαν να κοιμηθούμε η θάλασσα ανέλαβε να μας νανουρίσει μέχρι το πρωί με το σιγανό ρυθμικό της τραγούδι.

.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

ΔΕΝ ΞΕΡΩ

.

Σήμερα, δεν ξέρω πια.

Δεν ξέρω πια τίποτα.

Δεν ξέρω αν είμαι και ποιος είμαι
Δεν ξέρω αν ζω η αν πέθανα
Δεν ξέρω αν αγαπώ ή αν αδιαφορώ
Δεν ξερώ αν έχω παρόν και αν έχω μέλλον
Δεν ξέρω αν υπάρχω η αν με φαντάζομαι
Δεν ξέρω αν έχω όνειρα η μόνο αναμνήσεις
Δεν ξέρω αν θέλω πια να είμαι ξύπνιος
Δεν ξερώ αν θέλω πια να θυμηθώ


Ξέρω μόνο ότι είμαι κουρασμένος
Ξερώ μόνο ότι είμαι πεινασμένος
Ξέρω μόνο ότι είμαι νυσταγμένος
Ξέρω μόνο ότι θέλω να κοιμηθώ
Αλλά ποιον ύπνο ... δεν ξέρω.

Ξέρω ότι δεν θέλω ποια , ότι δεν μπορώ πια
να αποφασίσω ποιο δρόμο να πάρω στην ζωή μου
Ξέρω ότι δεν έχω πολλές επιλογές μπροστά μου πια
για το που και πως θα συνεχίσω στην ζωή μου.

Μικρή μου κουράστηκα
Τα έπαιξα ,
Τα έφτυσα,
Τα είδα όλα ,
Και άλλα τόσα,

Δεν ξέρω αν ζητάω την ζωή ή το θάνατο
Δεν ξέρω αν το ζητάω σε σένα ή σε άλλον.

Ξέρω ότι δεν μπορώ να αποφασίσω τώρα.
Ξέρω ότι ακόμα δεν έφτασε η ώρα.

Ξέρω ότι πρέπει να βρω το κουράγιο
Να μου δώσω το ένα η το άλλο…..

.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Θα σταματήσω ?

.

Θα σταματήσω ποια να βάζω post κάθε μέρα στο blog μου.
Όχι γιατί σταματάω να γράφω. Ίσος μάλιστα να γραφώ τώρα πιο πολύ από άλλοτε.
Το γράψιμο είναι βίτσιο είναι τρόπος Ζωής είναι ένας τρόπος , προσωπικός,
να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο γύρω σου, τον κόσμο μέσα σου .
Πρώτα βγαίνει λοιπόν η ψυχή σου και μετά το βίτσιο σου.
Ίσως όμως , για μερικά πράγματα να μην έχει ακόμα «στεγνώσει η μπογιά στον βαμμένο τοίχο» όπως συχνά λέω.
Κάποτε θα μπουν όλα μαζί, ή περίπου.
Μέχρι τότε όμως είναι καλύτερα να προσέχω να μην λερωθώ και να μην σας λερώσω με τους φρεσκοβαμμένους τοίχους της ψυχής μου.
Καλύτερα να περιμένω λίγο να στεγνώσει η μπογιά.
Έχετε σίγουρα ξαναδεί τις μικρές εκείνες ταμπελίτσες που λένε

« προσοχή
Τα συναισθήματα είναι φρέσκα
Μην λερωθείτε »


Δεν θα σταματήσω να σας ενοχλώ με τις μανίες μου , μην ανησυχείτε, απλά θα με διαβάζετε με αργότερους ρυθμούς.

Αλήθεια αν μπορούσα να ελέγξω και τον ρυθμό των συναισθημάτων μου.

Θα ήμουνα καλύτερος από το δάσκαλο του Νίτσε με την ομπρέλα του η ακόμα τον σχοινοβάτη πάνω στο τεντωμένο σχοινί του.

Το τεντωμένο σχοινί της ζωής μου….

.

ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟΝ ΜΥΛΟ

.

Είναι νωρίς το απόγευμα και τώρα, και βγαίνοντας από το δωμάτιο μας
Με ένα καφέ στο χέρι καθίσαμε στα σκαλοπάτια απέναντι από την θάλασσα.
Δεν μιλούσε κανένας μας ούτε εγώ ούτε εσύ δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να πούμε κάτι, που να διακόψει της φλυαρία της θάλασσας με την άμμο , του νερού με την στεριά.
Μόνο καθόμαστε και κρυφακούγαμε.
Και αρκετή ώρα μετά, όρθιος ένα σκαλί πιο κάτω, χωρίς άλλη κουβέντα σου άπλωσα το χέρι και εσύ το πήρες στο δικό σου.
Με βήματα αργά πάνω στην άμμο, δίπλα στο φλύαρο γαλάζιο νερό , προχωράμε για την παλιό γέρικο μύλο. Η για την ακρίβεια ότι έμεινε όρθιο από αυτόν.
Ότι άφησε ακόμα όρθιο η χειμωνιάτικη αγριάδα της ίδιας φλύαρης σήμερα θάλασσας.

Σιγαλά ,σιωπηλά, το ένα βήμα μας μετά το άλλο, αφήνοντας τα σημάδια τους πάνω στην άμμο, πλησιάζουμε έτσι πιασμένοι από το χέρι στον γέρικο μισογκρεμισμένο πύργο.

Η ημέρα είναι ακόμα πολύ ζεστή και ο ήλιος μόλις άρχισε να μειώνει την μεσημεριανή του ένταση.
Και εγώ δίπλα σου από την μεριά της θάλασσας , ανάμεσα σε σένα και σε αυτήν, να τυραννιέμαι από ένα φοβερό δίλημμα.
Εγώ ανάμεσα σας , ανάμεσα στο χέρι που κρατάει το χέρι μου και στο κάλεσμα της, αυτής που από παιδί έχει πάρει την ψυχή μου.

Απόγνωση ….

Τελικά ποιο κάλεσμα να ακούσω, σε ποιανής την αγκαλιά να γύρω, σε ποια ευτυχία να κολυμπήσω την ψυχή μου.

.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΛΙΜΑΝΙ

.

Είναι περασμένο μεσημέρι και από το σπίτι μετά τον πρόωρο μεσημεριανό μας ύπνο ξεκινήσαμε την αναζήτηση του απογευματινού μας καφέ.

Πήραμε λοιπόν το δρόμο για το παλιό μικρό λιμάνι.

Δεν το είχες ξαναδεί νομίζω.
Το ήξερες μόνο από περιγραφές.
Τις δικές μου περιγραφές.

Ένα λατρεμένο μικρό λιμανάκι που κλείνει μέσα του χιλιάδες παιδικές αναμνήσεις. Τα πρώτα μου μακροβούτια, τα πρώτα μου ψαρέματα με τους ξεχασμένους πια παιδικούς μου φίλους.
Μια φανταστική φόρτιση συναισθημάτων συγκεντρωμένη σε μερικές εκατοντάδες μέτρα προκυμαίας.

Και μαζί τούς να ανακατεύονται και τα δικά μας σημερινά βήματα.
Να μπερδεύονται τα σημερινά μας όνειρα με αυτά των παιδικών μου χρόνων. …

Έτσι σαν για να δυναμώσει αυτό το συναίσθημα … του πολλοί μαζί εδώ και πολλά χρόνια, … που αισθάνομαι σαν να κυκλοφορεί στο σώμα μου , από τα ποδιά μου που πατούν το καλντερίμι, έως το κεφάλι μου που κοιτάζει και σκέφτεται την στέγνη ομορφιά αυτού του τόπου.

Ένα μαγευτικό μικρό λιμανάκι και μερικά βαρκάκια να σιγοκουνιόνται στα ήρεμα νερά του.

Και εγώ να σε κρατώ από το χέρι, να οδηγώ τα βήματα σου στην προβλήτα του.

Περιφορά και δέηση συγχρόνως, στην ομορφιά και τον έρωτα,
Προσκύνημα και λιτανεία από εμένα για σένα ……

Και λίγο αργότερα σαν από την εξάντληση του τελετουργικού αυτού περιπάτου
σαν πρόσφορο και προσφορά σε εμάς ένα υπέροχο γεύμα.

Ένα κερί, ο ένας απέναντι από τον άλλο, στην προβλήτα δίπλα στο νερό και ένας σαργός μοιρασμένος στα δυο …
και ένα μπουκάλι τσακώνικο κρασί να σβήνει την δίψα μας.
Να ξεδιψάει τον έρωτα μας. ……

Και ήταν εκείνο το βράδυ στο λενίδι …….

Και θα είναι κάθε βράδυ στη ζωή μας…..
.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Εισαγγελέα μόν αμούρ …

.

Νόμιζα ότι είχα μεγαλώσει πια . Σε λίγους μήνες θα έπαιρνα και το πτυχίο μου .
Πτυχιούχος νομικής λοιπόν ‘σε λίγους μήνες’ και με πολύ περηφάνια έλεγα, και εμπειρικός γυναικολόγος.

Στις σπουδές μου δεν μπορώ να πω ότι ζορίστηκα ιδιαίτερα .
Μου έφτανε να περνάω τα μαθήματα και ….. κυρίως, να περνάω καλά.
Και είναι αλήθεια … πέρασα καλά. … Πολύ καλά θα έλεγα.

Όμως σε ένα μήνα οι πτυχιακές ήθελαν λίγο διάβασμα.
Έτσι από της 12 το βράδυ και μετά διάβαζα.
Το διάβασμα τις μικρές ώρες είναι πιο αποδοτικό, έλεγα, γιατί οι τουρίστριες στην Αθήνα , αφού γλεντήσουν λίγο τις μεγάλες ώρες είναι η τάπα στο μεθύσι η στην αγκάλη του Μορφέα.
Άρα μη χρησιμοποιήσιμες και επομένως …… πάμε για διάβασα. ….

Ένα διπλό φραπέ λοιπόν δίπλα μου και σταυροπόδι πάνω στην πράσινη πολυθρόνα, δίπλα από το διάπλατα ανοιχτό παράθυρο και με ένα προβολέα αντί για πορτατίφ, να φωτίζει πίσω από την πλάτη μου το βιβλίο, άρχιζα κάθε βράδυ , να διαβάζω.

Έτσι λοιπόν και σήμερα αφού πρώτα είδα ένα Γουέστερν στον κινηματογράφο 9 με 10,30
καλοκαιρινό ωράριο βλέπεις, και αφού στη συνέχεια ήπια τον καφέ μου στον Κήπο του Μουσείου, γύρισα σπίτι για την κύρια, … αλλά άχαρη κατ΄εμε, …. απασχόληση μου το διάβασμα.

Πριν καθίσω στην πολυθρόνα μου όμως πρόσεξα ότι, ασυνήθιστο μέχρι σήμερα, το φως στο απέναντι διαμέρισμα παρουσίαζε μια έντονη αστάθεια, θα έλεγα.
Άναβε και έσβηνε σε ένα παράξενο ρυθμό και κυρίως, κάποιες μορφές έβγαιναν στο απέναντι μπαλκόνι , σαν σκιές την ώρα που το φως έσβηνε.
Εξαφανιζόντουσαν όμως πάντα , πριν το φως ξανανάψει. Μέχρι που ω !!! θαύμα , όταν το φως ξανάναψε η σκιά δεν πρόλαβε η δεν θέλησε να προλάβει να κρυφτεί.

Διαπίστωσα με θαυμασμό, λοιπόν, ότι στο απέναντι διαμέρισμα είχα δυο νεαρές γειτόνισσες και ότι τουλάχιστον η μια από αυτές, αυτή που δεν πρόλαβε να κρυφτεί δεν ήταν καθόλου μα καθόλου άσχημη.
Πάει μεγάλε. σκέφτηκα … Την κάτσαμε τη βάρκα ….
Με τις ημίγυμνες Δρυίδες να σε φωνάζουν από τη μια και τον Μορφέα από την άλλη. Δεν σε βλέπω να την βγάζεις ως το πρωί. Και είναι αλήθεια ότι διάβαζα τότε ως τις ,,,8 το πρωί.

Το παιγνίδι όμως αυτό σταμάτησε γρήγορα και έτσι σώθηκε η βραδιά μου.
Δηλαδή σχεδόν γιατί η συγκέντρωση δεν ήταν πια στο μάξιμουμ και οι ιδέες χόρευαν στο μυαλό μου .
Την επόμενη μέρα αποφάσισα λοιπόν να μην βγω και να αρχίσω διάβασμα από νωρίς .
Έτσι γύρο στις 10 ήμουν ήδη εγκατεστημένος στην πολυθρόνα μου, και …. πολύ λίγο μετά τα απέναντι φώτα άρχισαν ξανά να παιγνιδίζουν.
Δεν είχα πέσει έξω. Οι Δρυίδες μου είχαν ξανάρθει . Ήταν εκεί απέναντι μου και περίμεναν.
Τα πάντα μπορούσαν τώρα να συμβούν, όλα ήταν ανοικτά, όλες οι προοπτικές στο τραπέζι , δηλαδή στην πολυθρόνα μου γιατί τραπέζι δεν είχα.
Σήκωσα το χέρι μου και έπιασα το διακόπτη του προβολέα-πορτατίφ πάνω από το κεφάλι μου .
Άρχισα να αναβοσβήνω και εγώ το φως στον ίδιο ρυθμό . ….
Εντάξει συνεννοηθήκαμε….
Κατάλαβαν ότι είχα παρακολουθήσει όλο το σενάριο και ήμουν πρόθυμος να παίξω και εγώ έναν από τους ρόλους των πρωταγωνιστών.
Έσβησα το φως , πείρα στα χέρια μου ένα μικρό φακό που είχα στο κομοδίνο μου, και βγήκα στο μπαλκόνι….
Με ανάματα του φακού και με σχέδια των χεριών μου έδωσα το νούμερο του τηλεφώνου μου στην όμορφη γειτόνισσα.
Σε μια από τις δυο, γιατί όπως έδειχναν τα πράγματα είχαν ήδη αποφασίσει μεταξύ τους ποια θα έπαιζε το ρόλο της πρωταγωνίστριας.
Μερικά λεπτά αργότερα το τηλέφωνο μου χτύπησε , το ίδιο τρελά με την καρδιά μου, νομίζω.
Το σήκωσα και από την άλλη μεριά, μια πολλά υποσχόμενη φωνή απάντησε στο δικό μου παρακαλωωω ……

Μερικές ημέρες αργότερα είχαμε το πρώτο μας ραντεβού.
Μπροστά στην πόρτα της πολυκατοικίας μου, την περίμενα στις 8 μέσα στο αυτοκίνητο.
Όνειρα , … σχέδια, …. Σενάρια , … είχα κάνει πολλά στο μυαλό μου.

Αρχικά θα πηγαίναμε κάπου για φαΐ. Στα 7 αδέλφια , ας πούμε στην πλάκα. Ωραίο φαΐ, ωραίο περιβάλλων , και το κατάστημα γνωστό. ….
Μετά υπολόγιζα κάπου για χορό …. Έτσι για να ζεστάνουμε την ατμόσφαιρα . Να βρεθούμε λίγο πιο κοντά, τέλος πάντων. …. Στην Αθηναία στον ιππόδρομο, ας πούμε, η αλλιώς στο υπόγειο που τραγουδάνε οι Φορμινξ στην πλατεία Αμερικής. … Εκτός αν την πάω Αρχιτεκτονική στην πανεπιστημίου . Και φαΐ και χορός συγχρόνως. Και ωραίο περιβάλλον και ραφιναρισμένος κόσμος.

Όταν ξαφνικά η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε, τα είδα όλα και αλλά τόσα.
Η καρδιά μου χτυπούσε τρελά ήταν έτοιμη να σπάσει .
Όλα μου τα σχέδια είχαν γκρεμιστεί και δίπλα μου καθότανε ο νόμος 4.000 ….
Πάνε τα μαλάκια μου σκέφτηκα . … Θα με κουρέψουν γουλί. … Θα με πάνε μέσα για τεντιμποϊσμό,… για αποπλάνηση ανηλίκου.
Γιατί το ανήλικο που καθόταν πλάι μου ήταν δεν ήταν 14 ετών….
Όλα ανατρέπονται λοιπόν ….. Φύγαμε για το σπίτι της Ραφήνας .
Εκεί στο βουνό μπορεί να μην μας δουν.
Μπορεί να γλιτώσω τον εισαγγελέα .

Εισαγγελέα μόν αμούρ ………

Πάντως η βράδια αυτή στη Ραφήνα δεν με απογοήτευσε.
Σημάδεψε τη ζωή μου και ….
συνεχίζει να την σημαδεύει μέχρι σήμερα.

.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Ένα παγκάκι στη σκεπή.


Ένα παγκάκι και ένα δεντρο στη σκεπη οκτώ ορόφους πιο κοντά στ΄ αστέρια , και εγώ καθισμένος εκεί, … πίσω από το στρογγυλό μαρμάρινο τραπεζάκι.

Ένα καμπάρι στο ποτήρι και ένα μαξιλαράκι στην πλάτη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στην τζαμαρία πίσω μου, κοιτάω τα χλωμά αστέρια στο θολό αθηναϊκό ουρανό και σε περιμένω.

Ξέρω ότι θα σε ακούσω να έρχεσαι από τη στιγμή που θα μπεις στην πολυκατοικία.
Πιο πριν όμως ?? . Αυτό είναι που με αγχώνει. … Το πιο πριν ...
Έρχεται από μακριά, μου λέω μονολογώντας, και έχει και κίνηση σήμερα στην Αθήνα.
Ναι αλλά το ήξερε και θα ξεκίνησε σίγουρα νωρίτερα, … μου ξανάλεω.
Αν όμως θέλει με κάνει να περιμένω? … Είναι κουτό, μου ξαναλέγω, έτσι και αλλιώς εγώ δεν θα έφευγα από την ταράτσα μου.
Άρα … ηρέμισε και περίμενε . Εξάλλου μου είπε ότι θα έρθει γύρο στις εννέα και είναι ακόμα παρά τέταρτο.
Ναι αλλά δεν θα μπορούσε να έρθει μισή ώρα νωρίτερα, μου ξαναλέγω, αφού ξέρει την αγωνιά μου. Ξέρει την λαχτάρα μου να την έχω κοντά μου, να την πάρω στην αγκαλιά μου. Αυτή δεν έχει την ίδια λαχτάρα ? …
Να που τώρα θέλω και την επιβεβαίωση της αγάπης της, σαν να μη μου ήταν αρκετό ότι έρχεται από την άλλη άκρη της Αθήνας για μένα μετά από ένα μόνο πρωινό μου τηλεφώνημα…. Είμαι τελικά πολύ εγωιστής. …

Το καμπάρι μου τελειώνει και σκέφτομαι να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου.
Αλλά είμαι τόσο αγχωμένος μη τυχόν και δεν την ακούσω να έρχεται όσο θα βρίσκομαι στην κουζίνα, που προτιμάω να περιμένω λίγο ακόμα με το ποτήρι μου άδειο.

Ξανακοιτάω το ρολόι μου. Είναι οκτώ και πενήντα πέντε. Εντάξει δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, … Ηρέμισε , …. Είσαι μεγάλο αγόρι.

Αποφασίζω να μου βάλω ένα ούζο με πολλά παγάκια. Κάνει ζέστη Ιούλιο μήνα στην Αθήνα, ακόμα και στις εννέα το βράδυ.

Κοιτάζω στη άκρη της ταράτσας, μερικά μέτρα δίπλα μου, την ελίτσα, φυτεμένη στο βαρέλι της. Έχει μεγαλώσει πολύ από πέρσι. … Έγινε ολόκληρο δέντρο πια.
Την κοιτάζω και το μυαλό μου ταξιδεύει … Η μάλλον την κοιτάζω και μας ταξιδεύω….
Μας φαντάζομαι στην παράλια . Σε μια κάποια παραλία με πελώριες γέρικες ελιά και εμάς ξαπλωμένους στον ίσκιο της μιας από αυτές, αυτής κοντά στην παραλία, μετά το μπάνιο.

Ταξιδεύω έτσι για αρκετή ώρα, κάπου ανάμεσα στο νωχελικό μεσημεριάτικο ξάπλωμα και στα πρώτα αγγίγματα του χεριού μου στο σώμα σου, … όταν ξαφνικά ο θόρυβος του ασανσέρ με ξαναπροσγειώνει στην πραγματικότητα.

Ήρθε επιτέλους λέω . Ήρθε βέβαια με καθυστέρηση μονολογώ και κοιτάζω το ρολόι μου . Είναι μόνο εννέα και πέντε, και είναι ήδη εδώ.

Όταν άκουσα τα βήματα της στη σιδερένια στριφτή σκάλα οι παλμοί της καρδιάς μου
χτύπησαν κόκκινο, και τα χέρια μου αδέξια δεν εύρισκαν πού να ακουμπήσουν το ποτήρι που κρατούσαν.

Την περίμενα στο πλατύσκαλο . Την αγκάλιασα και την φίλησα , … αδέξια και βιαστικά, ….

Δεν κατάλαβα ποτέ μου γιατί είχα τόσο άγχος. Δεν ήταν δα και η πρώτη γυναίκα στην ζωή μου. Ναι αλλά αυτή ήταν ξεχωριστή. Ήταν η πρώτη μεγάλη και κρυφή αδυναμία μου.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο η σχέση μου μαζί της είχε πάντα αυτή την άλλη διάσταση.
Μια γεύση από μέλι με κερήθρα. Μια πολύ γλυκιά και αδρή γεύση.

Από την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε , πάνε χρόνια τώρα, μικρό κορίτσι αυτή , νεαρός φοιτητής ακόμα εγώ, συνωμοτικά , αποφασίσαμε να κρατήσουμε τη σχέση μας κρυφή ακόμα και από εμάς τους ίδιους.
Έτσι ούτε και εμείς δεν ξέραμε στο τέλος αν είχαμε ποτέ ξαναβρεθεί μαζί, και κάθε φορά ήταν για μας σαν να ήταν η πρώτη.
Το ίδιο άγχος, … η ίδια πάντα γεύση στο πρώτο μας φιλί, … οι ίδιες αδέξιες κινήσεις.

Και μετά καθίσαμε στο παγκάκι ….

Έβαλα και σ΄ αυτήν ένα ούζο και μας ευχηθήκαμε στην υγειά μας. …. Και σιγοπίνοντας ….
Μείναμε έτσι, ο ένας δίπλα από τον άλλο, … εκεί, αγκαλιασμένοι όλο το βράδυ, οκτώ ορόφους πιο κοντά στον ουρανό.

.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

ΜΕ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΓΙΟ

.
Σε έψαχνα, η μάλλον … ήλπιζα να σε βρω.
Ήξερα ότι κοιμόσουν στο κάτω δωμάτιο ενώ εγώ με τον μικρό στο επάνω, το αυτοκρατορικό.
Προσπαθούσα να καταλάβω αν είσαι στο δωμάτιο σου ή αν γύρισες στην παραλία.
Προσπαθούσα να ακούσω την αναπνοή σου, να αισθανθώ τους χτύπους την καρδιά σου, να καταλάβω αν είσαι εδώ, αν είσαι κοντά μου.
Αν είσαι μόνο λίγα μέτρα μακριά μου, τα τρία αυτά μέτρα που χώριζαν τους δύο ορόφους των δωματίων μας.
Αλλά το μόνο που κατόρθωνα ήταν να ακούω την δική μου αναπνοή και να αισθάνομαι τους κτύπους της δικής μου της καρδιάς.

Και είναι αλήθεια ότι κτυπούσε όλο και πιο γρήγορα όσο η σκέψη μου σε έφερνε μπροστά μου, με το κόκκινο ολόσωμο μαγιό σου, να αγκαλιάζει σφικτά, χωρίς ντροπή, το βρεγμένο με αλμύρα κορμί σου.
Όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μου, νωρίτερα , κάτω από τον πελώριο ευκάλυπτο που χρησιμοποιούμε σαν ομπρελά αισθάνθηκα πολύ παράξενα.
Αισθάνθηκα , μεγάλος άντρας πια , να φουντώνω και να κοκκινίζω σαν μικρό παιδί.
Σε ρώτησα αν ήθελες πετσέτα να σκουπιστείς, ελπίζοντας ότι θα με άφηνες να σε σκουπίσω, αλλά, με ένα βλέμμα σου γεμάτο χαμόγελο και τρυφερότητα, μου ζήτησες μόνο κάτι να πιεις και κάθισες στην πολυθρόνα.
Σου προσέφερα ένα ποτήρι ούζο.
Βλέπεις ήταν σχεδόν μια η ώρα και στο τραπέζι είχαμε ήδη βγάλει τους μεσημεριανούς μεζέδες.

Μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου κρυφοκοίταζα τώρα προς την μεριά της θάλασσας ελπίζοντας, δυο πράγματα συγχρόνως.
Ότι εσένα δεν θα σε πιάνει ύπνος, και ….. ότι ο μικρός θα κοιμηθεί γρήγορα.

Είναι αλήθεια ότι εσύ δεν νύσταζες αυτό το μεσημέρι, γιατί σε είδα να περπατάς στον διάδρομο πηγαίνοντας προς την ήδη έρημη παραλία. Δυστυχώς όμως για μένα δεν έδειχνε να νυστάζει ούτε ο μικρός, και δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του.

Έτσι από τις γρίλιες του παραθύρου, κρυφά, σαν μαθητής του γυμνασίου, με την καρδιά μου να κτυπάει ολοένα και πιο γρήγορα σε κοίταζα να απλώνεις την πετσέτα σου μπροστά από το σπίτι, πάνω στην άμμο, και να κάθεσαι προσεκτικά επάνω της.
Με την πλάτη γυρισμένη προς το σπίτι, σε είδα να κατεβάζεις τις τιράντες του μαγιό σου και να ξαπλώνεις έτσι μισόγυμνη στο ήλιο.
Και εγώ τότε ζήλεψα τον ήλιο που μπορούσε να αγγίζει το κορμί σου ενώ εγώ ήμουν μόλις είκοσι μέτρα μακριά σου.

Ήσουν ξαπλωμένη έτσι, όταν ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στην φωτογραφική μηχανή πάνω στο τραπέζι, δίπλα από το κρεβάτι μου .
Με σιγανά βήματα για να μην με καταλάβει κανείς, πήρα την μηχανή στα χέρια μου και ξαναγύρισα στο παράθυρο.
Και ….. σαν να με είχες καταλάβει, σαν να είχες αισθανθεί το βλέμμα μου να χαϊδεύει το κορμί σου γύρισες σιγά, νωχελικά, και έδειχνες πια την πλάτη σου στον ήλιο.

Αυτή τη φωτογραφία την έχω κάπου φυλαγμένη. Δεν θυμάμαι αν είναι κάπου στο αρχείο μου η μόνο μέσα στο μυαλό μου. Πάντως αυτή κοιτάζω τώρα . Αυτή του μυαλού μου που είναι διατηρημένη πεντακάθαρη αλλά που δυστυχώς δεν μπορώ να την τυπώσω.

Αυτή που για χρόνια τώρα είχα , αλλά και για πολλά ακόμα θα έχω, κρυμμένη μέσα μου.

Αυτή τη θύμηση, μικρή μου, που ζωντανεύει εσένα και εμένα στα χρόνια της νιότης μας και σε επανατοποθετεί στο στερέωμα της αυριανής συνέχισης τους.


.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΜΕΝΕΙ



Κι όταν πια όλα τελειώσουν ……… σε ρωτάς …….
Και τώρα τι μένει πια από την τόση αγάπη,
Τι μας μένει σαν θύμηση από τη προηγούμενη ζωή μας.

Το χτες θολό, το σήμερα ανύπαρκτο, πως θα βρούμε το δρόμο μας για το αύριο !

Πως θα χτίσουμε και πάνω σε τι, ξανά το μέλλον μας.

Σίγουρα ο καθένας μόνος του πια, με τα υλικά που έχουν μείνει μέσα του. Με ότι έχει περισσέψει.
Με ότι του άφησαν σαν βίωμα τα χρόνια που πέρασαν.
Με ότι μας άφησε σαν στίγμα ο κάθε ένας πού μας πλησίασε, μπήκε στη ζωή μας και ξαναβγήκε απ αυτήν.

Και είναι αλήθεια ότι μόνο όταν κάτι τελειώσει, όταν ο χρόνος ηρεμήσει την ένταση των συναισθημάτων, μόνο τότε μπορείς να μετρήσεις την άξια των ανθρώπων που έζησαν πλάι σου.
Τότε μόνο, ο ένας στον άλλο, θα δείξει τον πραγματικό του εαυτό.
Τότε που οι μάσκες του ερωτά και οι συγκαταβατικές λύσεις της συμβίωσης έχουν θολώσει, έχουν αδρανοποιηθεί από την απόσταση που μπήκε ανάμεσα σας, τότε μόνο θα καταλαβαίνεις ποιος ήταν δίπλα σου.

Μόνο όταν φύγει από δίπλα σου, γνωρίζεις αληθινά τον άνθρωπο που έζησε μαζί σου.
Μόνο τότε θα σου δείξει τον πραγματικό εαυτό του, γιατί μόνο τότε θα βγάλει από μέσα του την επιθετικότητα του. Όλη την επιθετικότητα που είχε απέναντι σου και που έκρυβε όσο ζούσατε μαζί.
Όλη την αγριάδα που η ζωή φόρτωσε την ψυχή του στο πέρασμα της.

Και μετά αφού την αγάπη που σου έδιναν, αντικαταστήσει το μίσος που σου δείχνουν, σου μένει η πίκρα να γιατρέψει τις πληγές.

Ότι έμεινε από τους δυο υπάρχει πια μόνο μέσα στον καθένα. Απ έξω δεν μένει πια τίποτα. Δεν αφήσαμε τίποτα απ έξω.

Και θα ήταν ευτύχημα, θα ήταν θαύμα, αν μπορούσε να πει ο ένας στον άλλο ………

Σ΄ευχαριστώ που υπάρχεις, Σ΄ευχαριστώ που υπήρξες στη ζωή μου, ….

kαι ….. να συνεχίσεις το δρόμο σου. ………….

Εγώ πάντως σ ευχαριστώ …….

Σας ευχαριστώ όλους όσους υπήρξατε στη ζωή μου …..

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Πρόσεχε

.
Πρόσεχε μεγάλε μονολογούσες …………

Γράφεις τα εσώψυχα σου εδώ.
Εσύ ξέρεις ότι είσαι ειλικρινής.
Ότι δεν έχεις τίποτα να κρύψεις.
Ότι δεν χρωστάς σε κανένα.
Ότι δεν κρύβεσαι από κανένα.
Ότι δεν κοροϊδεύεις κανένα και κυρίως
Ότι δεν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.
Εσύ ξέρεις τι ζόρι τραβάς ,
και για ποιον το τραβάς,
Εσύ ξέρεις ποιον αγαπάς ,γιατί, και
πόσο βαθιά τον αγαπάς.

Όμως μεγάλε εσύ το ξέρεις γιατί κοιτάς μέσα σου.

Οι άλλοι πως θέλεις να το ξέρουν. ???

Θα σε καταλάβουν ???

Ναι αυτοί που μ αγαπάνε θα με καταλάβουν ….

Παίρνω το ρίσκο !!!!!!





Ξέρεις ?

Ξέρεις ότι για μένα είσαι κάτι μοναδικό …..

Ξέρεις ότι είσαι κάτι που κράταγα κλειστό μέσα μου τριάντα τόσα χρόνια.

Ξέρεις ότι η σχέση μας δεν άρχισε πριν ένα μήνα.
Πριν ένα μήνα ξεκίνησε ξανά το δρόμο που είχε αρχίσει πριν πολλά χρόνια.

Ξέρεις επίσης ότι αυτά όλα τα χρόνια πολλοί παρεμβλήθηκαν στις ζωές μας.
Και στην δική μου και στην δική σου.

Ξέρεις ότι αυτές οι παρεμβολές δημιουργούν συχνά παράσιτα . Δεν το θέλεις.
Αλλά έτσι είναι και δεν αλλάζει. Μας άφησαν ανασφάλειες που μας κυνηγάνε
στον ύπνο και στο ξύπνιο μας.

Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι το ανακάτεμα στο μυαλό μου δεν το θέλω ούτε εγώ.
Αλλά είναι εδώ. Και παλεύω . Και θα συνεχίσω να παλεύω για να απαλλαγώ.
Να ηρεμίσω.

Σου ζήτησα να είσαι δίπλα μου σε αυτό το δρόμο.

Σου ζήτησα να μείνεις δίπλα μου στο δρόμο της ζωής μου

Σου ζητάω να με καταλάβεις

Σου ζητάω να με συγχωρήσεις αν σε πληγώσω άθελα μου

Σου ζητάω συγνώμη για ότι είμαι σήμερα.

Αλλά έτσι είμαι σήμερα. Το αύριο θα είναι δικό μας .

Θα το χτίσουμε μαζί … Ελπίζω ……


.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Και κερατάς και δαρμένος …..

Δεν πάει πολύ βρε παιδιά ….

Της λες σ αγαπάω, της λες κόβω φλέβες και το εννοείς.
Σβήνεις το τσιγάρο στη γλώσσα , άντε ας πούμε στο χέρι.
Βαράς ένεση κόκας στο μάτι μαζί με μια κάσα ρούμι…..

Σου λέει δώσε μου καιρό, ενώ τον έχει πάρει από μόνη της
Σου λέει ότι δεν είναι πια βέβαιη ότι θέλει να ζήσει μαζί σου.
Σου λέει ότι τελικά αποφάσισε να φύγει από κοντά σου.

Μέχρι εδώ τα καταλαβαίνω όλα αυτά . Άντε να καταλάβω ότι
η πίκρα είναι μοιρασμένη στην μέση . Ότι πήρε και αυτή όση και εγώ.
Άντε να καταλάβω ότι με όση δυσκολία θα την ξεπεράσω,
με άλλη τόση θα με ξεπεράσει και αυτή.
Αν και έδειχνε να με είχε ήδη ξεπεράσει αφού αυτή μου είπε φεύγω.

Τώρα πως γίνεται να μην θέλει ούτε να με δει στα ματιά της
Πως γίνεται να μοιάζει να την κατατρέχω και να την ενοχλεί,
ακόμα και η παρουσία μου στον κόσμο τούτο.
Πως ξαφνικά έγινα εχθρός και διώκτης της
Πως ξαφνικά δείχνουμε σαν να σφαχτήκαμε πριν χωρίσουμε
Πως βρεθήκαμε τσακωμένοι θυμωμένοι και αμίλητοι δεν το κατάλαβα …..

Και σας ρωτάω ρε παιδιά

Όταν εσύ κάνεις την πρόταση γάμου …
Όταν αυτή την απορρίπτει και φεύγει …
Όταν δεν έχεις ενοχλήσει έκτοτε κανένα …
Πως είναι δυνατόν να σου λένε εξαφανίσου …
Πως είναι δυνατόν να φταις που υπάρχεις…..
Πως είναι δυνατόν να απαξιώνουν να σου απευθύνουν το λόγω ….

Νομίζω ότι και κερατάς …και … δαρμένος πάει πολύ ….

Εσείς τι λέτε ………

.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Θα σε πάω να κάνουμε ανάσταση σε ένα μέρος φανταστικό .
Κάπου τόσο όμορφα που δεν θα το ξεχάσεις ποτέ, μου είπες.

Μέσα στη μέση της πλατείας, χωμένοι μέσα στο κόσμο, ήταν νομίζω η πρώτη φορά,
τα τελευταία 30 χρόνια, που μου κρατούσες το χέρι.

Είναι αλήθεια ότι την μαγειρίτσα σε κρέπα δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου.

Κι ύστερα δύο περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα στον ουρανό.

Αλήθεια πόσα χρόνια ζουν τα περιστέρια ?

.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

Μυστικό δείπνο

(για την PITSILOTI με αφορμή το
σχόλιο της στη σημερινή μου ανάρτηση
« ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ»)


Ήταν κάποτε λοιπόν σε μια μακρινή χωρά ένας άνθρωπος λίγο διαφορετικός από τους άλλους.
Είχε περάσει το ποτάμι που ορίζει τη ζωή από τον Άδη, αλλά είχε, ούτε αυτός ήξερε γιατί, ξαναγυρίσει στην μεριά της ζωής.


Αγαπούσε λοιπόν αυτός μια κοπέλα και κάποια μέρα την στεναχώρησε και θέλησε να ζητήσει συγνώμη.

Και ……… ,,,,

Και έσκυψε τότε στο πεζοδρόμιο, και πεσμένος στα γόνατα, μάζεψε μπροστά του και της φίλησε το δεξιό της πόδι !!!!
Εκείνη θορυβήθηκε αισθάνθηκε άβολα . Παραξενεύτηκε από μια τέτοια αναπάντεχη κίνηση.
Το μυαλό της πλημμύρισε από αλλοπρόσαλλες εικόνες.
Τι κάνει ο τρελός, γιατί με κάνει ρεζίλη μπροστά στον κόσμο, δεν σέβεται την ηλικία του, γιατί κάνει σαν παιδί, είναι τόσο ανώριμος.
Τόσο αναξιοπρεπής, τόσο λίγο εκτιμά τον εαυτό του, την προσωπικότητα του.


Δεν είμαι τρελός της λέει.
Αλλά είναι αλήθεια μια τέτοια ιδιαίτερη προσωπικότητα σαν την δική μου δεν θα μπορέσεις εύκολα, … ίσος να μην μπορέσεις και ποτέ σου, … να την καταλάβεις.

Δεν μπορείς να καταλάβεις έναν άνθρωπο αν βαθειά μέσα σου δεν νιώσεις πρώτα το θεό που κρύβεις. Αν πρώτα δεν αισθανθείς την απόλυτη αγάπη της μετάνοιας.

Αν δεν αισθανθείς τη δύναμη της συγνώμης που προσφέρεις στους άλλους , πως περιμένεις να νιώσεις το μέγεθος της αγάπης που σου προσφέρουν.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ

Όταν μικρή σε πρόσεχα, όταν σε άλλαζα το βράδυ και σε τάιζα το μεσημέρι όταν σε πρόσεχα την ώρα που έπαιζες με τα παιχνίδια σου, στο μικρό δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα, ξέρεις …Ηπείρου 17 μέναμε τότε., δεν φανταζόμουνα ότι μεγαλώνοντας θα αποκτούσες τόσες ευαισθησίες.
Και όταν αργότερα συνένοχη στα δικά μου σκασιαρχεία , στέγνωνες κρυφά το μαγιό μου δεν φανταζόμουνα ότι θα αντέγραφες όλες μου τις ιδιορρυθμίες όλες μου τις τρελές και όλες μου τις μικροψυχίες.
Γιατί μικρόψυχος είσαι όταν δεν έχεις ούτε το κουράγιο, ούτε το θάρρος να υπερασπίσεις τον εαυτό σου.
Πίστευα τότε μικρή μου ότι θα γίνεις λίγο πιο σκληρή απέναντι στους ανθρώπους.
Και σου θυμίζω ότι σκληρός δεν είσαι όταν ξέρεις να σφίγγεις τα δόντια και υπομένεις τις αντιξοότητες. Όταν μάθεις να στρογγυλεύεις την πλάτη και να περιμένεις το κύμα να περάσει από πάνω σου.
Σκληρός είσαι όταν βλέπεις τις κακίες να έρχονται, τις προλαβαίνεις και χωρίς ενδοιασμό , ίσος και λίγη χαρά, τις επιστρέφεις στον ιδιοκτήτη τους.
Βέβαια για να το κανείς κάτι τέτοιο πρέπει να μην έχεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους .
Να είσαι πάντα καχύποπτη, επιφυλακτική και δύσπιστη.
Και δεν ξέρω τότε αν θα μπορούσες να χαρείς με τα όμορφα πράγματα που μας δίνει η ζωή.

Να χαρείς την ομορφιά των ανθρώπων , όση έχουν μέσα τους .
Και όλοι έχουν ένα όμορφο κομμάτι μέσα τους . Αυτό δεν θα μπορούσες ούτε να το δεις αλλά ούτε και να το νιώσεις.
Ίσως λοιπόν να είσαι τυχερή που μπορείς και πικραίνεσαι γιατί μπορείς να χαίρεσαι συγχρόνως

Όσοι δεν πικραίνονται δεν ξέρουν ούτε να χαρούν.

Εγώ πάντως σε προτιμάω έτσι όπως είσαι . Ίσως και για αυτό να είσαι έτσι.
Επειδή σε προτιμάω.
Ίσως να φταίω και εγώ λίγο, και σου ζητάω συγνώμη για τις πικρίες που έχεις περάσει. Αλλά είμαι σίγουρος ότι αν δεν ήσουνα έτσι δεν θα είχες την τύχη να ζήσεις έντονα τις πολλές χαρές της ζωής.

Γιατί έχει και πολλές και έντονες χαρές η ζωή μας.



Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

"ΣΥΓΓΝΩΜΗ"

«Νομίζω ότι όταν πληγώνεις άθελα σου κάποιους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζεσαι και αγαπάς, οφείλεις να δίνεις πάντα εξηγήσεις και να ζητάς συγγνώμη.Δεν είναι απαραίτητο ότι αυτό θα διορθώσει τα πράγματα, είναι όμως αναγκαίο για να μπορέσεις να αποδείξεις ότι κατάλαβες το λάθος σου.»

Δεν γυρίζουν πίσω όσα έχουν συμβεί, έχεις όμως κάποτε την ανάγκη να τα βρεις με τον εαυτό σου. Και έχεις ακόμα την ανάγκη να συμφιλιωθείς με τις τύψεις σου.

Αυτές οι τύψεις σου είναι άλλωστε και η απόδειξη ότι κατάλαβες το λάθος σου.

Έχεις ανάγκη να ζητήσεις συγνώμη από αυτούς όλους .

Έχω λοιπόν ανάγκη να ζητήσω συγνώμη από αυτούς όλους που αδίκησα . Από αυτούς που απογοήτευσα γιατί πίστεψαν σε μένα και δεν ήμουν εκεί δίπλα τους, μαζί τους, την ώρα που αυτοί με περίμεναν, την ώρα που αυτοί με χρειαζόντουσαν.

Έχω ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη γιατί απογοήτευσα τα όνειρα που έκαναν με μένα, για μας. Τα όνειρα που έχτισαν πάνω μου, οι άνθρωποι που με αγάπησαν. Τα όνειρα που δεν προστάτευσα και άφησα να γκρεμιστούν.

Έχω τέλος την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη σε όσους άθελα μου έδειξα λιγότερη προσοχή, λιγότερη ευαισθησία, από αυτή που περίμεναν από εμένα. Σε όσους δεν στήριξα ίσως όσο θα έπρεπε η όσο περίμεναν ότι θα τους στηρίξω και τους απογοήτευσα.

Έχω ανάγκη να ζητήσω συγνώμη σε όλους αυτούς.

Έχω ανάγκη, σήμερα, να σου ζητήσω συγνώμη ….

Και τελικά τι……

Έχεις ένα απίστευτο λυρισμό
Είναι υπέροχο το γράψιμο σου . Μηνύματα νομίζω ….
Και η αιώρα στην μπροστινή βεράντα φανταστική
Και η θάλασσα με το ωραιότερα της χρώματα αυτή την ώρα.
Απλώνω το χέρι μου αλλά δεν σε φτάνω .
Νόμιζα ότι είσαι δίπλα μου και εσύ είσαι μακριά μου.
Μου λες πως ήθελες ….. μου λες πόσο θα ήθελες ….
Νόμιζα ότι σε ακούω να γελάς,,, να περπατάς,,, να λάμπεις,,,
Νόμιζα ότι μόλις βγαίνεις από τη θάλασσα και …..
ναι το κορμί σου γεμάτο νερό και αλάτι.
Νόμιζα ότι είμαστε ήδη αύριο ενώ είμαστε ακόμα στο χθες
Θέλει προσπάθεια ακόμα να φτάσουμε το σήμερα
Θέλει προσπάθεια ακόμα να γίνουμε εμείς ….

ΕΙΣΑΙ ΣΧΙΖΟ Η ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ

(Συναισθηματικές παλινδρομήσεις)

Και …. ας πούμε ότι δεν είμαι ένας αλλά δυο .
Εγώ και ο άλλος από μέσα μου.
Ο ένας μόνο λογική και ο άλλος μόνο συναίσθημα.
Η μήπως είμαι τελικά ένας , και τα δυο μαζί…..
Και συναίσθημα και λογική αλλά σε σύγκρουση ,
οπότε …. γάμησε τα. ……

Λοιπόν,…. Είμαι ας πούμε δυο εγώ και ο άλλος , ο από μέσα μου.
Και σας ρωτάω τώρα …
Τις μαλακίες του από μέσα μου γιατί να τις πληρώνω εγώ !

Γιατί ο από μέσα μου έχει εμμονές είναι κολλημένος με μερικά πράγματα που εγώ τα βρίσκω επικίνδυνα. . Προσπαθώ να του εξηγήσω λοιπόν ότι πρέπει να σοβαρευτεί λιγάκι.
Ότι δεν είναι δυνατόν να τον κουβαλήσω όλη μου την υπόλοιπη ζωή και αυτός να είναι φιξαρισμένος σε ένα μποξεράκι η σε ένα συγκεκριμένο απόλυτο 38ρη του Adolfo Domingues ….
Διάβολε υπάρχουν και άλλα 38ρια.
Εντάξει όχι τόσο απόλυτα αλλά 38 εν πάσης περιπτώσει...
Άσε που στο κάτω κάτω και το 40 δεν είναι υποχρεωτικά άσχημο.

Αυτός όμως τίποτα, εκεί στο κόλλημα του. Και του εξηγώ λογικά και όμορφα : Ακούμε του λέω .
Η ιστορία αυτή είναι παλιά πέρασε . Ξέχνα την μην επιμένεις.
Είναι αγόρι μου σαν να πήγες κινηματογράφο. Το έργο σου άρεσε , ήταν υπέροχο . Αλλά 2 ώρες μετά τελειώνει. Είναι σαν να θέλεις βγαίνοντας από τον κινηματογράφο το έργο να συνεχίζεται στον δρόμο και εσύ να συνοδεύεσαι από την πρωταγωνίστρια.
Δεν γίνεται ούτε στα καρτούν. Ξύπνα σύνελθε. .
Αυτός όμως τίποτα εκεί κολλημένος .
Κοίτα ρε νταλγκά που τραβάει το παλικάρι….
Και έχω τι φταίω να πληρώνω τα γαμισιάτικα….

Τι φταίω ρε δικέ μου να περιμένεις σε κάθε γωνιά το 38αρη σου.
Να σε βγάζω για καφέ και να μου βγάζεις την ψυχή περιμένοντας ότι όπου να είναι θα την δεις μπροστά σου
Να σου βάζω μουσική να σε καθίζω στον καναπέ του σαλονιού, να σου φτιάχνω και γαμώ τους ιρλανδέζικους καφέδες , και εσύ να είσαι καρφωμένος στην πόρτα του διαδρόμου.
Να σε βγάζω βόλτα με το αυτοκίνητο και εσύ αντί να χαίρεσαι τη φύση να ψάχνεις μέσα στον κόσμο στα πεζοδρόμια τη δική σου.
Σε βαρέθηκα μαλάκα. Το κατάλαβες
Δεν σου φταίω τίποτα εγώ. Θα με αφήσεις επιτέλους να κάνω τη ζωή μου.

Και στο κάτω κάτω ας πούμε βρε κόπανε ότι την βλέπεις μπροστά σου.
Ότι έρχεται πάνω σου και σου λέει τις ένα κάρο γλύκες.
Πες μου τι θα κάνεις εκείνη την ώρα. Όχι πες μου για να ξέρω και εγώ.
Γιατί, γαμώτο μου…, πάμε πακέτο οι δυο μας.


Τώρα αυτή τη στιγμή αν έρθει εδώ. Σε ρωτάω τι θα κάνεις. …
Θα πεις ναι η θα πεις όχι.
Δεν ξέρεις !!. εγώ όμως ξέρω
Ξέρω ότι δεν μπορείς να πεις όχι .
Αλλά ξέρω ότι δεν μπορείς να πεις και ναι .
Ξέρω ότι η λύση στο γόρδιο αυτό δεσμό σου είναι μόνο η μέθοδος του Αλεξάνδρου.
Ξέρω ότι το μόνο που θα είχες το κουράγιο να κάνεις είναι να πεθάνεις
Πάντως ούτε ναι ούτε όχι θα μπορούσες να πεις.
Άρα φεύγεις , εγκαταλείπεις , την κάνεις. Είναι η εύκολη λύση.

Άλλωστε η γιαγιά σου δεν έλεγε «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ».
Ίσος είναι η μόνη φορά που του φευγάτου η μάνα θα κλάψει. Αν κλάψει.

Αλλά πες μου εγώ τι φταίω. Εγώ θέλω να κάνω ήσυχα τη ζωή μου.
Να είναι με τον άνθρωπο μου, και ένα φραπέ στο χέρι , μπροστά στην θάλασσα και να κοιτάζω το νερό να κουνιέται.
Να κάθομαι μπροστά στο τζάκι μαζί της και να κοιτάζω τις φλόγες να χορεύουν
Πες μου γιατί πρέπει να σε ανεχθώ σε όλη μου τη ζωή.
Πες μου ……….

ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ

Οδός Θόλου 5, 7 στην πλάκα ,
παλιά, πολύ παλιά., νέος ακόμα
στα εικοσιεφτά μου θαρρώ.
Και ο Γιάννης Αργύρης βραχνός.
Κάποιος γιορτάζει που να ξέρω …
Νοσταλγία, δάκρυα στα μάτια.
Για το τότε ?... Για το τώρα ?....
Άντε να βρει την άκρη …..
Κ εγώ, που να ξέρω ….